ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΑΝΙΗΛ

ΙΜ

ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ «ΕΣΤΙΑΣ» ΙΔ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ ΑΕ

ΑΙΓΛΗ ΚΑΙ ΑΓΧΟΣ

το ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΧΤΙΤΣΗ 1926-1970

ΓΙΩΡΓΟΥ ΔΑΝΙΗΛ

ΑΙΓΛΗ ΚΑΙ ΑΓΧΟΣ

ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΧΤΙΤΣΗ 1926-1970

Μελέτες

Ανέκδοτα Κείμενα

Εικόνες

ΙμΙ

ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΤΗΣ «ΕΣΤΙΑΣ»

Ι. Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε.

ΑΘΗΝΑ

ΕΞΩΦΥΛΛΟ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΛΛΟΚΥΡΗΣ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΣΙΑ: Ν. ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ - Π. Π1ΕΡΟΠΟΥΛΟΥ Ο.Ε.

ΕΚΤΥΠΩΣΗ: ΓΡΑΦΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ «ΟΟΚΡυ»

1)> «ΗοίΟβ» 1986

ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ -ΕΣΤΙΑΣ» Ι. Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε.

ΣΟΛΩΝΟΣ 60 ΑΘΗΝΑ 10672

Στον Έ. Χ. Γόνατα

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ό τόμος αυτός κλείνει τό δίπτυχο πού άνοιξε ' Ο Λεπιδο- πτερολόγος της Αγωνίας Νίκος Καχτίτσης.' ' Εκεί έγινε μία τριεδρική παρουσίαση του Καχτίτση: του ανθρώπου, με την εισαγωγή στη ζωή του• του επιστολογράφου, με τήν ύπομνημα- τισμένη έκδοση τριάντα κάπου επιστολών του στον γράφοντα• καί του ερασιτέχνη συγγραφέα σέ γλώσσα άλλη άπ ' τή δική του, μέ τήν έκδοση καί μετάφραση ορισμένων αγγλικών του κειμένων. Έδώ επιχειρείται μία θεώρηση του καθαυτό "Ελ- ληνα λογοτέχνη Καχτίτση, των 'έξι δόκιμων έργων του καί κάποιων άλλων παρεμφερών κειμένων.^ Ή προσπάθεια μου είναι νά δω τόν λογοτέχνη Καχτίτση άπ ' τή σωστή απόσταση, χωρίς βιαστικές υπερτιμήσεις ή υποτιμήσεις. Τ' ανέκδοτα κείμενα, πού επίσης παρουσιάζονται στό βιβλίο τούτο, υπηρε- τούν οπωσδήποτε τους στόχους του.

Ευχαριστώ τόν κ. Έ. Χ. Γόνατα γιά τήν πολύτιμη συμβολή του στή σύνθεση του τόμου, καθώς καί τό Βιβλιοπωλείο της « Εστίας», πού δέχτηκε νά τόν περιλάβει στίς εκδόσεις του. Γ. Δ.

1. Αθήνα. "Εκδόσεις «Νεφέλη», 1981. Στό έξης, βραχ. Λεπιόοπτερο- λόγος.

2. Τό ενδιαφέρον γιά τόν Νίκο Καχτίτση ^χουν αναζωπυρώσει ή πρόσφατη επανέκδοση των έργωντου, άπ' τίς Εκδόσεις «Στιγμή», καί τ' αφιερώματα στον Καχτίτση των περιοδικών Αντί. Γράμματα καί Τέχνες, Τό Τέταρτο Ή Λέξη καί Χάρτης. Βλ. «Βιβλιογραφικό Συμπλήρωμα».

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΧΤΙΤΣΗ

Ι

Οί κρίσεις πολλών άπ' δσους διάβασαν τό τελευ- ταίο έργο τοΰ Καχτίτση, τόν "Ηρωα της Γάνδης, κι έγραψαν σχετικά στον Καχτίτση ' ήταν πολύ επαινε- τικές, μερικές μάλιστα διθυραμβικές. Χαρακτηριστι- κές διαπιστώσεις: Τό βιβλίο διαβάζεται συνέχεια, «μονορούφι». Ανταποκρίνεται στίς απαιτήσεις της σύγχρονης αισθητικής. Τό διακρίνει λεπτή ψυχολο- γία. Είναι κατάλληλο γιά κινηματογραφική διασκευή. Αποθεώνει τή λεπτομέρεια κ.ά. "Ενα κριτικότερο κοίταγμα του πιό φιλόδοξου τούτου έργου του Καχτί- τση δέν αλλάζει, κατά τή γνώμη μας, τουλάχιστον αισθητά, τήν εικόνα πού σκιαγραφείται άπ' τίς παρα- πάνω κρίσεις. Κι αυτό, δσο καί νά παρουσιάζει Ό "Ηρωας κάποιες εκλείψεις καί αναστολές πλοκής, πού οπωσδήποτε δέν ξεφεύγουν τό μάτι τοΰ επαρκούς αναγνώστη. 2

1 . Σταχυολόγημα άπό σχετικά γράμματα πού πήρε ό Καχτίτσης τυπώθηκε με δική του πρωτοβουλία σέ δύο συνεχόμενα φύλλα τής εφημερίδας τοΰ Μόντρεαλ Τό Έλληνοκαναδικό Βήμα (20 καί 27/4/1968).

2. Τήν έκφραση «εκλείψεις καί αναστολές» χρησιμοποίησε, μέ γενικότερη αναφορά στό έργο τοΰ Καχτίτση, ό Γ. Ιωάννου, Φυλλάδιο, 5 (1981), 80.

11

' Η συγγραφική ιδιορρυθμία του Νίκου Καχτίτση εμφανίζεται, αρκετά καθαρά, στό πρώτο, μέ κάποιες αξιώσεις, τυπωμένο έργο του Ποιοί οΊ Φίλοι, πού φέρει τόν υπότιτλο «Απόσπασμα άπό γράμμα προς άποσκιρτήσαντα φίλον».^ Ή νουβέλα αύτη αποτελεί μιαν απόπειρα διάσωσης κάποιων αναμνήσεων καί, ταυτόχρονα, μιά διαμαρτυρία γιά τή διακοπή μιας φιλίας, καθώς καί γιά τήν κοινωνική ανισότητα πού επιτρέπει στον έναν άπ' τους φιλολογοΰντες «νεοσ- σούς» της ιστορίας νά καλλιεργεί τίς ιδιοτροπίες του, ενώ καταπιέζει τους άλλους. Απουσιάζει άπ' τό έργο ή ενιαία πλοκή. Ή παρουσίαση καί ανάλυση τών κύριων προσώπων γίνεται παρατακτικά, του ενός μετά τό άλλο, μέ τή διαφορά πώς ό αφηγητής καί «αποστολέας» του γράμματος επιστρέφει τελικά στό 'ένα άπ' αυτά, τόν Γεδεώνα, προς τόν όποιον άλλωστε απευθύνεται τό γράμμα.*

"Εχουμε πρώτα τήν περιγραφή μιας φιλολογικής

3. Βλ. Βιβλιογραφικοί Πίνακες, «"Εργα Νίκου Καχτίτση». Τά παραθέματα στη μελέτη τούτη άπ' τά δργα τοΰ Καχτίτση είναι άπ' τίς πρώτες εκδόσεις καί, στην περίπτωση τοΰ Ποιοί οΐ Φίλοι, άπ' τό ανάτυπο τής Διαγωνίου.

4. Σύμφωνα μέ τόν Τάκη Σινόπουλο, «Ή Πραγματική καί ή Φανταστική Ζωή τοΰ Νίκου Καχτίτση ("Απόπειρα Προσωπογρα- φίας)» [Διάλεξη πού δόθηκε στή Θεσσαλονίκη, ΑΓΘουσα Τέχνης, στίς 25 Νοεμβρίου 1970], ό Γεδεών τοΰ Ιργου πρέπει νά ταυτιστεί μέ τόν συγγραφέα καί κινηματογραφιστή Σωκράτη Καψάσκη. Αυτό βεβαιώνεται κι άπ' τόν Νίκο Σπάνια, «Νίκος Καχτίτσης (ίη ΜοηιοΓΪ3Γη)», 5 Μνημόσυνα [δϊς] (Νέα Υόρκη, 1974), σ. 52-54. Ό Σπάνιας αφηγείται πώς γνώρισε, στή μετακατοχική * Αθήνα, τους Σινόπουλο, Π αυλό που λο καί Καχτίτση, καί μδς πληροφορεί πώς συχνά μαζεύονταν δλοι τους στοΰ Σ. Καψάσκη γιά νά διαβάσουν

12

δεξίωσης καί της πρώτης γνωριμίας του αποστολέα του γράμματος μέ τόν Γεδεώνα, στό σαλόνι του δευτέρου, κι αμέσως υστέρα την παρουσίαση του φτωχού ποιητή Ιάσονα καί του περίγυρου του. Ό Ιάσονας είναι ό σύνδεσμος ανάμεσα στους άλλους δύο. Περνούμε κατόπιν σ' άλλον φίλο, ποιητή κι αυτόν, τόν Στέλιο, καί μετά στον Φάνη Τ., γιά νά ξαναγυρίσουμε στον υπερόπτη μά καί λεπταίσθητο Γεδεώνα. Γίνεται πάλι λόγος γιά τόν Ιάσονα καί τίς δοκιμασίες πού του προξενεί ή φιλία του μέ τόν Γεδεώνα. Τό έργο τελειώνει σ' αυτό τό μοτίβο, πού κάνει ανάγλυφη τήν αντίθεση ανάμεσα στον ιδιό- τροπο Γεδεώνα καί τόν άτυχο Ιάσονα.

Στό Ποιοί οΐ Φίλοι μέ τόν αμφίσημο τίτλο (δέν ξέρει κανείς άν ό συγγραφέας υπαινίσσεται τήν ταυτότητα ή τήν ποιότητα των φίλων του), βλέπουμε κιόλας διαμορφωμένη τήν καχτίτσεια εκφραστική πού αρέσκεται στό συγκεκριμένο, ακόμη κι δταν ψαύει τό φευγαλέο, τή γλώσσα πού μένει κοντά στον προφορικό λόγο κι δμως απέριττα, καβαφικά θά 'λεγες, κομψεύεται, τό αστικό περιβάλλον μέ τίς βαριές κουρτίνες, τόν αίσθητισμό καί τή διάχυση, καί, γενικότερα, τήν επίμονη προσπάθεια νά ισορρο- πηθεί ή αντικειμενική περιγραφή του εξωτερικού, του περιβάλλοντος χώρου, μέ τή λεπτή ψυχογραφία

ποιήματα καί μεταφράσεις. Τό Ποιοι ο! Φίλοι είναι, πράγματι, τμήμα ξαναδουλεμένο επιστολής πολλών σελίδων, πού ό Καχτί- τσης είχε στείλει στον Καψάσκη. Ή αρχική μορφή τοϋ έργου περιέχεται στό χειρόγραφο περιοδικό τοδ Καχτίτση Ό Τυμβωρύ- χος. Ό τίτλος τής πρώτης αυτής μορφής ήταν Τό Γράμμα Ό θρίαμβος τής Κακής Συμπφιφοράς).

13

των προσώπων. ' Ο φυσικός αυτός συνδυασμός, κλει- δί γοητείας δλων των γραφτών του Καχτίτση, παρου- σιάζεται μέ Ιδιαίτερη ενάργεια στό παρακάτω κομ- μάτι άπ' τό Ποιοί οί Φίλοι:

"Εμενα τότε μαζί μέ τόν Ιάσονα... Κατατρεγμένος άπό τίς αντιξοότητες της ζωής, καί στην αγωνία του νά σωθεί άπό τά πυρά πού είχατε συγκεντρώσει. Ιδίως έσύ, εναντίον του, είχε αποσυρθεί ό άτυχος καλλιτέχνης στό φτωχό υπόγειο της όόοΰ Ζ... Έκεϊ, ντυμένος συνήθως μ ' ενα ξεθωριασμένο μάλλινο πουλόβερ καί κασκόλ, γιά νά φυλάγεται άπό τά ρεύματα πού είσχωροϋσαν άπό τίς άπειρες ρωγμές καί τά φυρά τζάμια, καταγινόταν στή μετάφραση έργων του Έλιοτ καί τής Σίτγουελ, γιά νά μήν αναφέρω τή δική του εργασία, ή οποία, μολονότι αξιόλογη, κατέληγε σέ μιά εξαρθρωμένη βαλίτσα κάτω άπό τό τραπεζάκι πού τρώγαμε καί γράφαμε, ή σέ διάφορα κουτιά άπό πουκάμισα, ανάκατα μέ γράμματα άπό φίλους, κουμπιά, μεταχειρισμένες λεπίδες, καί φω- τογραφίες άπ' τήν τυραγνισμένη του ζωή. Τά κουτιά αυτά θά μπορούσαν, βέβαια, νά έπαιρναν τή θέση θησαυ- ροφυλακίων (γιατί, τό τονίζω, τά ποιήματα του ήταν αξιόλογα, άσχετο άν δέν τό αναγνώριζε) - θά μπορού- σαν, άν δέν ήταν ή ανελέητη σκόνη, τά άποχτενίδια, καί ή γενική έλλειψη καθαριότητας, πού τά καταντούσε σωστούς σκουπιδότοπους. Ούτε, άλλωστε, ή ατμόσφαι- ρα τοΰ υπόγειου ήταν κατά κανέναν τρόπο καθαρή: Αντί γιά σκούπα, χρησιμοποιούσε ενα κουρελιασμένο πουκάμισο, μέ τό όποιο καί μετατόπιζε, γονατιστός στό πάτωμα, τους μικρούς λόφους άπό τά στραπατσαρι- σμένα, σέ μιά στιγμή οργής, καί εκτοξευμένα χειρό- γραφα, τά αποτσίγαρα, καί τά στρώματα σκόνης καί χωμάτων πού φέρναμε μέ τά παπούτσια μας - κι αυτό, φυσικά, σπανίως, μιά φορά τό μήνα Γσως, καί χωρίς

14

κανένα πρόγραμμα. "Ενδειξη της γενικής ένδειας καί καταφρόνιας πού τόν κατάτρεχε εκείνο τό διάστημα εϊναι καί τό δτι έπινε νερό, καί συγχρόνως λουζόταν, άπό την ίδια βρυσούλα, άπ ' αυτές πού κρεμάμε στον τοίχο με καρφί, πού στην περίπτωση αυτή ήταν αΙωνίως χαλαρό, καί μετατοπίζαμε τή θέση του κάθε τόσο στον τοίχο γιά νά βαστήξει τό υγρό βάρος. Με πραγματική οδύνη θά θυμάμαι εκείνα τά πρωινά πού ό άτυχης ποιητής, ξενυχτισμένος, ως συνήθως, άπό τ/ς αέναες συζητήσεις μας, ξυπνούσε μέ βαριά μάτια, πού τύφλωνε ό ήδη ψηλά στον ουρανό ήλιος, δπως Ι^μπαινε άπό τά γυμνά τζάμια, καί καταρώμενος τά πάντα - γιά νά καταλήξει, μέ λικνιστές κινήσεις, στή βρυσούλα αυτή νά πάρει τό πρωινό του λουτρό (πλενόταν μέχρι τή μέση πάντοτε) ενώ τόν θέριζαν τά ρεύματα πού είσχωροΰσαν άπό τίς χαραμάδες πού ανάφερα. Καί μέ τί θρήνο, μά τί θρήνο, έσείετο εκείνη ή διαβολεμένη πόρτα άπό τόν άνεμο. Ιδίοις τόν καιρό πού είναι Απόκριες...

(σ. 5-6)

Παρατηρούμε πώς, συντακτικά, τό κείμενο μένει πιό κοντά στή ζωντανή λαλιά παρά στον γραφτό λόγο. Ή αρχική μνεία του άτυχου ποιητή καί του πενιχρού του περιβάλλοντος συμπληρώνεται εύστοχα άπό μιά πιό ειδικευμένη εικόνα, πού άφορα τό πουλό- βερ καί τό κασκόλ, τά φυρά τζάμια,^ τήν εξαρθρω- μένη βαλίτσα, τό αλλοπρόσαλλο περιεχόμενο των κουτιών, τό κουρέλι πού κάνει χρέη σκούπας καί τή βρυσούλα μέ τό χαλαρό καρφί. "Ας σημειωθεί πώς τό

5. Πρβλ. επιστολή Καχτίτση στον Αλκιβιάδη Γιαννόπουλο, Ευθύνη. 115 (Ιούλιος 1981), 376, δπου ό Καχτίτσης θυμάται καί περιγράφει τά εφηβικά του χρόνια στην κατοχική Πάτρα.

15

κέντρο βάρους, στην δλη περιγραφή, είναι ό ϊδιος ό Ιάσονας. Ή παρένθεση πάλι γιά την αξία τοϋ νέου σάν ποιητή πλουτίζει τό κομμάτι μέ μιά δραματική νότα. Συνολικά, δπως εύστοχα παρατηρεί κι ό Αλέ- ξης Ζήρας,6 στό Ποιοί οί Φίλοι δέν έχουμε μιά προσπάθεια ανάλυσης, δσο γίνεται αντικειμενικής, μιας εποχής ή των σχέσεων ορισμένων νέων, άλλα μιά προσωπική μαρτυρία ή «απολογία» του επιστο- λογράφου (συγγραφέα). Προσθέτω, ωστόσο, πώς έμ- μεσα γίνεται στό 'έργο κι ή ψυχογράφηση μιας εποχής ή τελοσπάντων των σχέσεων ορισμένων νέων πού τά κοινά τους αισθητικά ενδιαφέροντα τους ξεχωρίζουν άπ' τους άλλους.

Ή νουβέλα Ή Όμορφάσχημη (αμφίρροπος καί τούτος ό τίτλος) είναι, επίσης, αφήγημα πού ό Καχτί- τσης παρουσιάζει σέ μορφή επιστολής, μόνο πού εδώ ό «επιστολογράφος» άναμεταδίνει αυτά πού του αφη- γήθηκε μιά «πεταλούδα τής νύχτας», ή Αυστριακή Γκέρτα Στέρν, πού γνώρισε τυχαία.^ Τό δεύτερο τοϋτο έργο τοϋ Καχτίτση, πού διαιρείται σέ οκτώ δντιτλα κεφάλαια, είναι πιό καλογραμμένο άπ* τό πρώτο. 8 Τήν ανάγνωση του βοήθα κι ή πλοκή μέ τό σινεματικό ενδιαφέρον, μά κι ή μεγαλύτερη άπλό-

6. Μέ αφορμή τήν Ικδοση Έργα Νίκου Καχτίτση. Ι, σημείωμα στό περιοδικό Τομές, 6 (Νοέμβριος 1976), 45.

7. Σύμφωνα μέ τόν Σινόπουλο, «Διάλεξη», τό αρχικό δνομα τής ηρωίδας κι ό τίτλος τοϋ δργου ήταν θηράνθεμις ή Αυστριακή. Πρότυπο τής Γκέρτας υπήρξε πιθανόν μιά πραγματική γνωριμία του Καχτίτση, ή Αμερικανίδα Σούζαν. Βλ. τό σχετικό κεφάλαιο τής «Διάλεξης», στην Υδρία. 22-23 (1979), 97-98.

8. Γιά τΙς συνθήκες γραφής τής Όμορφάσχημης. βλ. καί Λεπιδοπτερολόγος, σ. 47.

16

τητα κι ευστροφία στον χειρισμό της γλώσσας.

Ή Γκέρτα Στέρν, γνήσιο τέκνο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου (αυτό είναι πού διευρύνει την περίπτωση της σέ σύμβολο καί μας κάνει νά θυμη- θούμε τίς μοιραίες γυναίκες των φίλμ τού Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ) κατατρύχεται, δπως λίγο- πολύ δλοι οί ήρωες του Καχτίτση, άπ' τό παρελθόν της. Τήν τρώει, θά λέγαμε, τό σκουλίκι των περασμένων. Κόρη Εβραίου άπ' τή Βιένη, άλλα καθολική τό θρήσκευμα, μένει ορφανή τήν εποχή πού ή πατρίδα της πέφτει στά χέρια των Γερμανών. Τρομοκρατείται άπ' τήν ίδέα πώς θά τήν πιάσουν καί παθαίνει εφιάλτες. Συλλαμβάνεται, πράγματι, ένα απόγευμα καί ρίχνεται στή φυλακή, δπου τήν κρατούν δύο χρόνια. "Οταν τήν απολύουν, περιπλανιέται εδώ κι έκεϊ πρίν βρει καταφύγιο στό σπίτι μιας θείας της στην έξοχη. Έκεϊ περνά καλά, μέχρι πού ή είδηση της επικείμενης άφιξης των ρωσικών στρατευμάτων τήν κάνει ν' αλλάξει κατοικία καί νά πάει στον κοντινό πύργο ενός παράξενου γέρου. Έκεϊ δοκιμά- ζει ασυνήθεις εμπειρίες. Οί Ρώσοι φτάνουν κι επι- τάσσουν τόν πύργο, οπότε ή νέα παίρνει πάλι τήν άγουσα στό σττίτι της θείας της, πού (τί σύμπτωση!) έχει κι αυτό καταληφθεϊ άπό τους Ρώσους. Τους ξένους στρατιώτες δέν βλέπει πιά σάν φόβητρα. Συγχρωτίζεται μαζί τους. Νοσταλγεί, δμως, καί τή Βιένη. Γιά τούτο καί φεύγει κάποια μέρα γιά τή μεγάλη πολιτεία, μά καταλήγει νά γίνει πόρνη. "Έ- κτοτε, ή διαγωγή της, δπως ομολογεί ή ϊδια, είναι αλλοπρόσαλλη. Τίς εφήμερες γνωριμίες της μέ ά- ντρες χαρακτηρίζουν βίαιες μεταπτώσεις σαδισμού καί τρυφερότητας. Σέ μιαν άπ' τίς ηπιότερες στιγμές

2 17

της, αρκετά χρόνια αργότερα καί προφανώς σέ δλλη πολιτεία (τό Παρίσι ή καί τό Μοντρεάλ'), συναντά τόν συγγραφέα καί του λέει την ιστορία της, καταλή- γοντας:

Καί τώρα, άν Θέλετε, πάμε νά καθήσουμε στό δωμάτιο μου, γιά νά σας δείξω καί τ/ς φωτογραφίες. Πάμε νά πάρουμε τόν υπόγειο, πού είναι τρία βήματα άπό δώ, καί θά μάς βγάλει κατευθείαν έξω άπό τήν πόρτα της πολυκατοικίας. Έκτος άν προτιμάτε νά πάμε με τά πόδια (γιατί δεν είναι μακριά), νά κάνουμε καί τή βόλτα μας, πού είναι ωραία νύχτα απόψε, με τό πρώτο χιόνι, μέσα άπό μία δεντροστοιχία πού έχω επισημάνει. Θά ενθουσιαστείτε οπωσδήποτε. Πάντως, δπως θέλετε ε- σείς. Έμενα δέ μέ νοιάζει, γιατί έχω κοιμηθεί αργά σήμερα• δταν μπήκατε στό καφενείο είχα ξυπνήσει μόλις πρό μιας ώρας, καί δέ νυστάζω, 'ο

(σ. 36)

Τό Ενύπνιο (παλαιότερος τίτλος του οποίου ήταν Ιόλαος καί Ευρυδίκη), ή τρίτη νουβέλα του Καχτί-

9. ' Η Ιδέα του Μόντρεαλ είναι ελκυστική γιά τήν προφητεία πού περιέχει. Τό 1966-1967, τόν Καναδά συντάραξε πολιτικό σκάνδαλο μ' επίκεντρο μιά Ευρωπαία καλλονή, τήν Γκέρτα Μούνζινγκερ, πού μέ βάση της τό Μόντρεαλ είχε παλαιότερα σχετισθεί ερωτικά (καί, σύμφωνα μέ ορισμένες υποψίες, γιά λόγους κατασκοπίας) μέ γνωστά στελέχη τής τότε κυβέρνησης τών Συντηρητικών. Ό Καχτίτσης πρόσεξε τό γεγονός, καί, άπ' δ,τι ξέρω, Εγραψε σχετικό άρθρο πού δημοσίευσε ανυπόγραφα σ* ελλαδική εφημερίδα.

10. Κάποια ομοιότητα παρουσιάζει τό τέλος τής Όμορφάσχη- μης μέ τό έπιλογικό κεφάλαιο τοϋ Εργου τοΰ Στέλιου Ξεφλούδα

"Οδυσσέας χωρίς Ιθάκη (Αθήνα, Δίφρος, 1957), σ. 110 κ.έ.

18

τση, παρουσιάζει συνθετότερη αρχιτεκτονική, καί γιά άλλους λόγους, άλλα καί γιατί έχουμε εδώ ένα καινούριο στοιχείο, τό διαλογικό. Ωστόσο, κι εδώ χρησιμοποιεί 6 Καχτίτσης την τυπική του μέθοδο, πού είναι ή γλαφυρή αναμετάδοση πραγμάτων πού άκουσε ό ανώνυμος αφηγητής άπό άλλους. Μέσα στην αναπαράσταση του ονείρου πού έχει δει ό Γιώργης, φίλος του αφηγητή καί κύριο πρόσωπο της νουβέλας, περιέχεται, σάν ένθετο σέ εικόνα, τό ό- νειρο της κυρίας Ευρυδίκης πού παίζει πρωτεύοντα ρόλο μέσα στό κύριο όνειρο. Ή «καθ' υπνον» συνάντηση του Γιώργη μέ τήν Ευρυδίκη γίνεται πρώτα στή σάλα της, «δπου τό κάθε αντικείμενο ήταν σά νά μήν είχε αλλάξει θέση άπό προπολεμικά», κι αργότερα στον κήπο της. Ή κυρία Ευρυδίκη νοικιά- ζει κάποια κάμαρα στό σπίτι της, κι αυτό είναι ή αφορμή τής επίσκεψης, εκεί, του Γιώργη. Τόν υποδέ- χεται φιλόφρονα κι ή συζήτηση τους αρχίζει μ' ένα είδος φλερτ γύρω άπ' τό άρωμα πού φορά. "Οταν τυχαίνει νά περάσουν στό θέμα τών ονείρων, ή Ευρυδίκη διηγείται ένα δνειρό της, δπου είχε δεί πώς έκλεβε λουλούδια, καί ξαναζεί συναισθηματικά τίς καταστάσεις του ονείρου της. Είναι αρκετά αναστα- τωμένη δταν παύει νά μιλά.

Μ ' αυτά τά λόγια τελείωσε τό δνειρό της ή Ευρυδίκη. ^Ηταν αναψοκοκκινισμένη άπό τό θυμό, καί δύσκολα ανάσαινε. "Ενα μυστήριο κυκλοφορούσε στην ατμό- σφαιρα τοϋ ξαφνικά ήσυχου δωματίου, δπως συμβαίνει δταν άκοΰμε ιστορίες τέτοιου είδους νά λέγονται μέ μιά ορισμένη έμφαση. Ακόμη καί τά έπιπλα του έδιναν τήν

19

εντύπωση δτι συνωμοτούσαν με τίποτα σκοτεινές δυνά- μεις.

«Τελειώσατε;» της είπε δταν συνήρθε. «Μάλιστα, τελείωσα», είπε αυτή με ανήσυχα μάτια. Εξακολουθούσε νά ζει τό δνειρο. «Μπορώ νά πώ κάτι γύρω άπό τό δνειρό σας αυτό;» «Ευχαρίστως», είπε ή Ευρυδίκη με περιέργεια, καί διόρθωσε τή θέση της στην πολυθρόνα. "^Ηταν περίεργη ν' ακούσει.

«Με συγχωρείτε κιόλας, άλλα είστε βέβαιη πώς δέν εφεύρατε τήν ιστορία αυτή -θέλω νά πώ, τό δνειρο- τή στιγμή πού αρχίσατε νά μου τό διηγεϊσθε;» «Μά τί λέτε τώρα. Ά στειεύεστε; Πώς είναι δυνατόν. . . », διαμαρτυρήθηκε ή Ευρυδίκη τείνοντας τό χέρι προς αυτόν, σάν νά τόν ίκέτευε νά τήν πιστέψει. Τότε αυτός, μέ μιά μανία πού τόν έπιασε νά τήν εντυπωσιάσει μέ τίς γνώσεις του, άρχισε νά της εξηγεί, μέ διδακτικό τρόπο, γιατί καί γιά ποιο λόγο υπέθεσε πώς τό δνειρό της μπορούσε, άθελα της, νά τό είχε ανασκευάσει τή στιγμή πού τό έλεγε καί της έφερε διάφορα παραδείγματα, πειστικά, πού δυστυχώς δέ θυμάμαι, θυμάμαι πάντως τόν τρόπο πού μου περιέγραψε τό χέρι της. "Οτι δήθεν φορούσε ενα πράσινο σκαραβαίο γιά δαχτυλίδι, πού της ερχόταν στενό στό δάχτυλο, καί δτι γενικά, ολόκληρο τό χέρι της. δπως φωτιζόταν άπό τό ελάχιστο φώς πού είσχωροΰσε άπό τό παράθυρο, ήταν σάν άπό μάρμαρο, σιτεμένο άπό τό χρόνο.

(σ. 30-31)

Μές στην αφήγηση τοϋ ονείρου της Ευρυδίκης υπάρχουν διακοπές καί παρενθέσεις πού προσθέτουν χιούμορ στό κείμενο. Τόσο τό αρκετά αθώο φλερτ ανάμεσα στον νεαρό Γιώργη καί τήν ωριμότερη του

20

Ευρυδίκη δσο καί ή συζήτηση γιά τά δνειρα" συνε- χίζονται κι δταν κατεβαίνουν οί δυό τους στον κήπο του σπιτιού. Γυρίζοντας επάνω συναντούν καί τόν σύζυγο τής κυρίας Ευρυδίκης, πού μόλις είχε φτάσει. Εκείνη συσταίνει τόν Γιώργη στον άντρα της σάν «ποιητή» καί σάν «ένοικο του δωματίου του κήπου», μέ τρόπο δμως πού προκαλεί αμηχανία. Είναι προφα- νώς ακόμη έξημμένη άπό τήν παρουσία τού νέου κι άπ' δσα διαμείφτηκαν μεταξύ τους.

Στό Ενύπνιο (πού, παρά τόν τίτλο του, δέν θά ήταν σωστό νά τό παρομοιάσουμε μέ τό ένύπνιον του δέκατου βιβλίου τής πλατωνικής Πολιτείας ή τό 8οιηηΐιιιη 8άρΐοηΪ5 του Κικέρωνα), ό Καχτίτσης συνδυάζει ευφυέστατα τό ρεαλιστικό στοιχείο μέ τό φανταστικό, έτσι πού δέν ξέρει κανείς πού στάματα τό ένα καί πού αρχίζει τό &λλο. Τήν ατμόσφαιρα αυτή εκφράζει καί τό γαλλικό μότο τού βιβλίου άπ' τόν Ρέηείοη, ϋΐαΐοξίιεχ άβΞ ΜοΝχ: ΤοιιΙο νιο η'εδί ρουΐ- έΐΓ6 ςυ'υη δοη^ε οοηΐϊηυοί. ΡειιΙ-έίΓε ςιιε Ιο πιοΓηεηΙάε Ια ΐΏΟΓΐ δ6Γα υη τενεϋ δουάΕΐη... Μ' επίκεντρο τήν ανώδυνη φιλαρέσκεια καί τους κάπως επιτηδευμένους

11." Αναπαραστάσεις ονείρων κάνουν κι οί ήρωες τοΰ Ποιοί οί Φίλοι. «"Οργανο γιά την ανάπτυξη ονειρικής γραφής», είναι ό υπότιτλος του βραχύβιου περιοδικού τού Καχτίτση Ό Παλίμψη- στος (Βλ. Λεπιδοπτερολόγος, σ. 26). Στην εφημερίδα Τό Έλληνοκα- ναδικό Βήμα (24/9/1966), ό Καχτίτσης τύπωσε ίνα κείμενο του μέ τόν τίτλο «Ό Δολοφόνος τών Λουλουδιών καί 6 Θ. Φ.» [Θανάσης Φωτιάδης], καί υπότιτλο: «"Ονειρο τού Θ. Φ. μέ θέμα τό κόψιμο λουλουδιών». Τό δημοσίευμα κλείνει σημείωση δπου παροτρύνο- νται οί αναγνώστες τής εφημερίδας νά στείλουν καί άλλα αφηγή- ματα μέ θέμα τό όνειρο γιά δημοσίευση καί βράβευση τοΰ καλύτερου!

21

τρόπους της μεσοαστής κυρίας Ευρυδίκης, άσκεΐ ό Καχτίτσης καί την φιλοπαίγμονα διάθεση πού του είναι έμφυτη. Στό τύπωμα της πρώτης έκδοσης του έργου μας σταματούν καί οί παλαιικού τύπου εικονο- γραφήσεις, πού προμήθευσε οπωσδήποτε ό Καχτί- τσης στον επιμελητή της έκδοσης Τσίζεκ καί πού τονίζουν τήν ιδιότυπη ατμόσφαιρα του Ένύπνιου.'^ "Ενα είδος σκηνικής, άς πούμε, δοκιμής τού Εξώ- στη πρέπει νά θεωρήσουμε τό σύντομο αφήγημα Οί Φωνές, μέ τό όποιο μας εισάγει ό Καχτίτσης στην πνιγηρή ατμόσφαιρα της Αφρικής, πού έζησε γιά δύο χρόνια." 3 Ό ανώνυμος αφηγητής είναι ένας ύποχοντριακός λευκός, πού βασανίζεται κι απόψε άπ' τή θύμηση τής πατρίδας του κι ακούει ταυτό- χρονα τίς γυμνές πατούσες τού μαύρου δούλου του δπως πλαταγίζουν πάνω στό τσιμέντο. Είναι μιά εφιαλτική νύχτα μέ έντομα πού πολιορκούν τήν κουνουπιέρα, οσμές οινοπνεύματος άπ' τίς άποσυντι- θέμενες φλούδες μπανάνας, ψίθυρους πού εισχωρούν μέσ' άπ' τίς γρίλιες των κλειστών παραθύρων μέ τό καφετί χρώμα ξεβαμμένο άπ' τίς καταρρακτώδεις βροχές. Ή ταραγμένη ευαισθησία τού ήρωα μας, καθώς είναι ξαπλωμένος μέ τήν πλάτη κολλητά στό στρώμα στάση πού έπαιρνε πάντα άπό μικρός δταν

12. Πρβλ. Λεπιόοπτφολόγος. σ. 98: «Νά βάλω στίς ήδη λευκές σελίδες άπό μιά ολοσέλιδη ζωγραφιά ^Χ^νηκ άπό παλιό είδυλλιακό τοπίο; "Εχω μερικές ωραιότατες».

13. 01 Φωνές τυπώθηκαν στό περιοδικό τί)ς Καβάλας Εννέα 'ΟδοΙ, 1, 4-5 (1959), 35-38, καί αναδημοσιεύτηκαν στό περιοδικό Σήμα, 7-8 (Α{;γουστος 1975), 13. Γιά τή ζωή τοΰ Καχτίτση στην Αφρική, βλ. καί Λεπιόοπτερολόγος. σ. 17.

22

φοβόταν πανικοβάλλεται, δταν ακούγονται άπ' εξω κραυγές. Ζήτα άπ* τόν δοϋλο του εξηγήσεις, κι υστέρα πιάνει καί γράφει στον φίλο του Πήτερ Πράις, καλώντας τον νά 'ρθει νά του κάνει συντρο- φιά. Διώχνει τόν δοϋλο του μέ τό γράμμα, μά καί φοβάται νά μείνει μόνος, καί τόν φωνάζει πίσω. Τό σύντομο άλλ' υποβλητικό αυτό κείμενο έχει οπωσ- δήποτε αυτοβιογραφικά στοιχεία, δπως άλλωστε δη- λώνει καί τ' δνομα Πήτερ Πράις. Ό "Αγγλος τυχο- διώκτης Πράις, πού γνώρισε ό Καχτίτσης στην Α- φρική καί συνάντησε αργότερα στην Αγγλία, περι- γράφεται διεξοδικά σέ επιστολές του Καχτίτση στον Γ. Παυλόπουλο.ΐ'*

Τίς εμπειρίες του τής Αφρικής θησαύρισε ό Καχτίτσης κυρίως στον Εξώστη (παλαιότερος τίτ- λος, Ό Υγρός Κήπος), μιά νουβέλα πολύ πιό φιλό- δοξη άπ' τίς προηγούμενες. '5 Στον πρόλογο του, ό

14. Περιοδικά Ή Συνέχεια. 4 (Ιούνιος 1973), 150-157, Τραμ, 5 (Μάιος 1977), 338-346, καί Διάλογος (Λεχαινών), 11 (1980), 15-19. Ό Πράις είχε καί ταλέντο σχεδιαστή. Δικό του είναι τό σκίτσο (πορτραίτο τοΰ Καχτίτση) πού εΙσάγει τό Ποιοί ο! Φίλοι στην πρώτη του κανονική έκδοση στη Διαγώνιο. "Αλλα σκίτσα του χρησιμοποίησε ό Καχτίτσης στά χειρόγραφα περιοδικά του.

15. Τόν Εξώστη είχε αρχίσει ό Καχτίτσης στην Αφρική καί χρειάστηκε δέκα χρόνια νά τόν τελειώσει (βλ. Περιπέτεια ενός Βιβλίου, σ. 18-19). Τό Εργο αυτό κρίθηκε γιά τό βραβείο τών Δώδεκα καί πήρε δύο ψήφους, άπ* τους οποίους ό Ενας ήταν οπωσδήποτε τοΰ Γιώργου Θεοτοκά. Ή Μαύρη "Ηπειρος Εχει επηρεάσει κι άλλους "Ελληνες συγγραφείς έκτος άπ* τόν Καβάφη καί τόν Τσίρκα. Τό ζήτημα θέτει ό Γιώργος Σαββίδης, Πάνω Νερά (Αθήνα, *Ερμής, 1973), σ. 37, αναφέροντας, σάν παραδείγματα, τους Καραγάτση, Λαζαρίδη, Μπάρα, Δεκαβάλλε, Καχτίτση, Δού- καρη.

23

Καχτίτσης υποκρίνεται πώς βρήκε τήν ιστορία του σέ χειρόγραφο, τό προσωπικό ημερολόγιο ενός ά- γνωστου του ξένου, κάποιου πού είχε νά δώσει λόγο γιά τίς πράξεις του. "Ετσι, υποτίθεται πώς είναι μόνον ό εκδότης του έργου, πού χρειάστηκε νά μεταφράσει μέ τη βοήθεια άλλου, άπό τά φλαμαν- δικά, γλώσσα στην οποίαν ήταν γραμμένο. Προσθέ- τει πώς έμειναν άκαρπες οί έρευνες του γιά τήν ανακάλυψη τής ταυτότητας του ήρωα του.

Ό ήρωας του Εξώστη αύτοσυσταίνεται (μά δίνο- ντας μόνον τ' αρχικά του, Σ. Π.) ώς «πρώην άρχαιο- πώλης καί ιδιοκτήτης ξενοδοχείου, καί πάλαι ποτέ επιφανής κάτοικος τής πόλεως Γάνδης». Βρίσκεται αυτοεξόριστος στή Μαύρη "Ηπειρο καί σ' ελεεινή κατάσταση. Ή ϊδια ή εξομολόγηση του είναι απόρ- ροια του ψυχολογικού του αδιέξοδου. Στή συνέχεια, μαθαίνουμε δλο καί περισσότερα γιά τό άμεσο περι- βάλλον του ήρωα, ενώ μας γίνονται μόνο νύξεις γιά τό παρελθόν του καί γιά κάποιο βαρύ έγκλημα πού του βαραίνει τή συνείδηση. Τό τρίτο κεφάλαιο περι- γράφει ένα παράδοξο, σχεδόν υπερφυσικό γεγονός πού τυχαίνει στον Σ. Π., τήν ώρα πού κάθεται στον εξώστη τοϋ τοπικού ξενοδοχείου, έκεϊ δπου συχνά σέρνει τό άγχος του.

Καί νά πού αίσθάνομαι κάτι σάν τσαχαλάκι, σάν τρίχα ή σάν τά πόδια καμίας αράχνης νά περνάει άπό τόν ευαίσθητο χώρο πίσω άπό τ' αυτιά μου, καί νά μου φέρνει μιά ίλαφρή ανατριχίλα. Δεν Εδωσα δμως καμμία σημασία- πόσες καί πόσες φορές δέ μας συμβαίνει αυτό. "Οταν είδα νά επιμένει, Εκανα μία απότομη κίνηση τοϋ χεριοΰ γιά νά τό διώξω, πράγμα πού κατάφερα. Σέ λίγο τό ενοχλητικό πέρασμα πάλι μέ απασχόλησε σάν τό

24

τσαχαλάκι αυτό νά τό κρατούσε κάποιος μέ τό χέρι του, καί νά τό έκανε έπίτηόες, γιά νά μέ νευριάσει.

(σ. 30)

Τό «τσαχαλάκι» πού συνεχίζει νά τυράννα τόν ήρωα μας, καί πού έκεϊνος τό ψάχνει απεγνωσμένα, ακόμη καί κάτω άπό τίς πέτρες του δρόμου καί τά χαλίκια, είναι υποψιαζόμαστε μιά χαρακτηρι- στική εξωτερίκευση του ίδιου του του εσωτερικού άγχους.

Τό επόμενο κεφάλαιο, ενα είδος ιντερμέτζου, μας αναπαριστά ύποβλητικότατα μιαν εκδρομή τού Σ. Π., μέ τή συντροφιά της Εύδώρας, κόρης τού Συνταγμα- τάρχη-Διοικητή της περιοχής καί άσπονδου φίλου του στά δάση, καί τήν επίσκεψη τους στό άρωματο- πωλεϊο τής Κυρίας Γκερέν, μιας παλιάς Ευρωπαίας καλλονής. Στό πέμπτο κεφάλαιο, εμφανίζεται πάλι τό «τσαχαλάκι», γίνεται ό «παρείσαχτος», αποκτά κάτι σάν οντότητα καί ταυτίζεται, στην ένοχη φαντασία τού ήρωα μας, μέ κάποιον άδικοσκοτωμένο φίλο του, στον όποιον εκείνος είχε αρνηθεί παλιά τή συνδρομή του. Τό έργο μας δίνει, στή συνέχεια, περισσότερα στοιχεία γιά τό παρελθόν τού Σ. Π. καί τόν παλιό του σύνδεσμο μέ μιά νεαρή άνθοπώλιδα, πού ό χαμός της τόν βαραίνει πολύ. Ακολουθεί ό διάλογος τού ήρωα μέ τόν μεθυσμένο Συνταγματάρχη στον εξώστη τού ξενοδοχείου. Ό δεύτερος δείχνει νά 'ναι ενήμερος πάνω στό παρελθόν τού Σ. Π. καί τόν βασανίζει μέ υπαινιγμούς καί κρυφές απειλές.

Τό δεύτερο μέρος τού Εξώστη αντιπροσωπεύει μιαν άλλη δόση άπ' τό ημερολόγιο τού Σ. Π. καί υποτίθεται πώς γράφτηκε άρκετόν καιρό αργότερα.

25

Ό ήρωας πασχίζει νά γλιτώσει άπ' τό άγχος του με σύντομες περιοδείες στη ζούγκλα καί άλλα τέτοια. "Εχει τύψεις. Ακούει ψίθυρους καί άναρθρους ρόγ- χους, τήκεται άπ' τήν αγωνία. Στό στερνό κεφάλαιο, αναπολεί νοσταλγικά τό παρελθόν του, ιδιαίτερα τήν περίοδο του δεσμού του μέ τή χαμένη άνθοπώλιδα. Οί αβρές μνήμες του καταδικασμένου ήρωα έλαφρώ- νουν κάπως τήν ατμόσφαιρα του έργου, πρίν άπ' τήν τελική, σέ ρυθμό κρεσέντο, 'έξαψη τού άγχους του. Στον Εξώστη, πού είναι, κατά τήν άποψη μας, τό αρτιότερο κείμενο τού Καχτίτση,'^ διακρίνουμε δύο, κυρίως, καλλιτεχνικές διαθέσεις πού συμπορεύονται ή συγκρούονται ή μιά μέ τήν άλλη: τή φρίκη, μά καί τή μαγεία των αισθητών, πού θά διαπιστώσουμε καί σάν διφυές γενικότερο μοτίβο τής λογοτεχνικής γρα- φής του Καχτίτση: τή φυγή άπ' τά αίσθητά, μά καί τήν πρόθυμη άφεση σ' αυτά. Τό τραγικό του χιούμορ εμπνέει σχήματα δπως: «Γράφω... ώραν τρίτη ν πρωι- νήν, μέ τά πρώτα κοράκια», ή «Δηλώ επιπροσθέτως, είς έπήκοον τών νυχτερίδων, τών κουνουπιών, τών

16. Τί|ς ίδιας γνώμης ήταν κι ό *Ε. Χ. Γονατδς, δταν διάβασε τό δργο σέ χειρόγραφο, πρίν τυπωθεί, καί τηλεγράφησε στον Καχτίτση: «Εξώστης εξαίρετος έκτος έβδομου κεφαλαίου» (βλ. καί Ή Περιπέτεια ενός Βιβλίου, σ. 13). Αντίθετα, τό 'έβδομο κεφάλαιο (δπου καί ή σκηνή ανάμεσα στον ήρωα καί τόν μεθυ- σμένο συνταγματάρχη) βρήκε αξιόλογο ό Άλέξαντρος Κοτζιάς ('// Μεσημβρινή. 4/12/1965). Ό Στρατής Τσίρκας ξεχώρισε τίς σκηνές μέ τό τσαχαλάκι, τόν περίπατο καί τήν επίσκεψη στό άρωματοπωλείο Ταχυδρόμος. 1/10/1965). Τή σκηνή μέ τόν συνταγματάρχη κι εκείνη τής πρώτης παραίσθησης τοΰ ήρωα ξεχώρισε ό Βάσος Βαρίκας στην δική του, λιγότερο επαινετική, κριτική γιά τό Ιργο (Τό Βήμα. 18/7/1965).

26

μάντηδων, των απαίσιων τριγμών των επίπλων μου...». μας προσφέρει περίφημες σκηνές μ' αφορμή εκείνο τό μυστηριώδες «τσαχαλάκι». Άλλου, δμως, ή μακάβρια ή αγχώδης ψυχολογική κατάσταση του ήρωα παραχωρεί τή θέση της σέ μιά γνήσια λυρική διάθεση, πού δίνει σελίδες της τηό λεπτής ευαισθη- σίας.

Τό έργο, ωστόσο, διαθέτει κι ενα άλλο στοιχείο, τό λαϊκό καί σκωπτικό, πού δέν τό βρίσκουμε μόνο σέ επιμέρους φραστικά σχήματα, μά καί σ' ολόκλη- ρες σκηνές δπου επικρατεί ενα, ας πούμε, ρωμέικο κέφι. Τέτοιες είναι οί σκηνές τών κεφαλαίων έξι καί επτά, δπου 6 μεθυσμένος Συνταγματάρχης παίζει μέ τόν Σ. Π. δπως ή γάτα μέ τό ποντίκι. Βέβαια, ό διάλογος έδώ, μέ τίς τερατολογίες καί απειλές του μεθυσμένου Συνταγματάρχη καί τίς νευρικές αντι- δράσεις τού ήρωα μας, καταντά λίγο φορτικός καί θά καταλόγιζα στά ψεγάδια τού έργου εκφράσεις καθώς «Δέν αναφέρω ονόματα γιά νά μή θίξω οικογένειες». Τό κεφάλαιο τούτο έχει κάποια φλυαρία πού δέν πηγαίνει στό κλίμα τού βιβλίου,•^ μιαν αχρείαστη επίδειξη πνεύματος καί παραδοξολογίας. Μπορεί νά 'ναι κι ή γενικότερη αδυναμία τού Καχτίτση μέ τό στοιχείο τού διαλόγου, κάτι πού κι ό ϊδιος αναγνωρί- ζει στην Περιπέτεια ενός Βιβλίου. ^*

"Ενα άλλο, γερά ριζωμένο στην ελληνική παρά- δοση, στοιχείο, πού βρίσκουμε στό λόγο τού Σ. Π.

17. Βλ. προηγούμενη σημείωση.

18. «Ξέρω δτι στό διάλογο πάντοτε υστερώ» Περιπέτεια ίνός Βιβλίου, σ. 14).

27

καί, γενικότερα, των ηρώων του Καχτίτση, εϊναι ή μεμψιμοιρία. Δέν μας ενοχλεί, δμως, καί πολύ, γιατί ολόκληρο τό έργο διαπνέεται άπό ενα ρεύμα γνή- σιας, δχι επίπλαστης ευαισθησίας, μέ σκοτεινούς, βαθιούς τόνους, πού πάει πέρα άπ' τό κοινό ή όχληρό παράπονο. Τό ζοφερό τούτο ρεύμα πάλι μετατρέπεται σέ δροσερή αύρα δταν ό ήρωας μας βρίσκει καταφύγιο στά τερτινά κοιτάσματα της μνή- μης καί μέσα στή φύση:

Είπα πιό πάνω γιά τους περίπατους πού κάνω στή ζούγκλα. "Εχω ανακαλύψει κάτι σκιερά σημεία, δπου ή σιωπή είναι απόλυτη δπως καί ή μοναξιά. Τό 'χω καθιερώσει καί πηγαίνω ταχτικά έκεΐ, έπειτα άπό ετοι- μασίες καί ντυσίματα, σά νά πρόκειται νά κάνω καμμία επίσκεψη. Χωρίς νά τό καταλάβω, έχει αναπτυχθεί μέσα μου μιά Ιδιαίτερη συμπάθεια (μανία θά μπορούσα νά τήν ονομάσω, άλλα κλίνω στή λέξη συμπάθεια, γιά νά μήν πω τρυφερότητα), γιά κάτι ταπεινά άνθάκια, άγνωστα σ ' έμενα έως τώρα, καί άοσμα δυστυχώς, πού μου 'καναν εντύπωση πώς κατορθώνουν νά έπιζοΰν μισοθαμμένα δπως είναι κάτω άπό κάτι τερατώδη μανιτάρια, φτέρες καί λειχήνες, πού τίς μισώ σά νά είχαν οντότητα. Άφοΰ τίς παραμερίσω, τίς τσαλαπατήσω μάλλον μέ απέχθεια, γονατίζω καί περιεργάζομαι τά άνθάκια άπό κοντά μ ' Εναν παλαιό φακό πού 'χα γιά νά εξακριβώσω τή γνησιότητα ορισμένων σπάνιων αντικειμένων στίς δη- μοπρασίες. Μέ χαρτί πού εφοδιάστηκα σέ ποσότητα τήν εποχή πού έκανα προμήθειες άπό δλα, σά νά επρόκειτο νά ζήσω στην κιβωτό του Νώε, έχω φτιάσει ένα λεύ- κωμα μέσα στό όποιο κολλάω συμμετρικά δσα λουλου- δάκια μέ αγαλλιάζουν περισσότερο. Μιά καί δέν ξέρω γρί άπό φυτολογία, τους έχω δώσει διάφορα φανταστικά

28

ονόματα πού μου θυμίζουν τά αρώματα της κυρίας Γκερέν.

(σ. 98-99)

Μας σταματά έδώ ή χαριτωμένη αφέλεια της αφήγησης μέ τόν ανώδυνο πλεονασμό του «δπου ή σιωπή είναι απόλυτη, δπως καί ή μοναξιά», ή δή- λωση πώς πηγαίνει στό δάσος σάν σ' επίσκεψη, οί λεπτομέρειες του μεγεθυντικού φακοϋ καί του λευκώ- ματος, ή νόστιμη αναφορά στην Κιβωτό του Νώε κ.α. ' Ιδιαίτερα υποβλητικές είναι οί σελίδες πού περιγρά- φουν τήν εκδρομή στό άρωματοπωλεΐο της Κυρίας Γκερέν κι οί νοσταλγικές αναπολήσεις του ήρωα, πού βρίσκουμε στό τελευταίο κεφάλαιο. Σκηνές τέ- τοιας λογής, ωστόσο, σηματοδοτούν διαλείμματα στή μανία τής καταδίωξης άπ' τήν οποία πάσχει ό Σ. Π. Ή άγκούσα των τύψεων είναι πάντα σ' επιφυ- λακή καί γέννα παραισθήσεις. Τόν Σ. Π. πολιορκούν συχνά άναρθρες φωνές:

Ή πρώτη φορά πού τίς άκουσα ήταν μετά τά συμβάντα του εξώστη. ^Ηταν σε μιά περιοχή έρημη, προς τήν κατεύθυνση του άρωματοπωλείου• άπό τότε ίχω νά ξαναπατήσω σ ' έκεϊνα τά μέρη. Είχα βγει γιά περίπατο ίπειτα άπό μερικών ήμερων ολοκληρωτική απομόνωση καί νηστεία. ΑΙσθάνθηκα σε μιά στιγμή τήν ανάγκη νά συγκεντρώσω τή σκέψη μου προς τά μέσα, μέ τά μάτια μου προς τίς κορυφές των αΙωνόβιων δέντρων, σ ' ενα σημείο άπ' δπου οί ακτίνες του ηλίου είσχωροΰσαν γραμμωτές, σάν μέσα άπό τά τζάμια εκκλησίας, καί νά κάνω ίνα είδος προσευχής. Είχα τελειώσει, καί έτοιμος ήμουνα νά σκύψω νά κόψω 'ένα λουλουδάκι, δταν άκουσα στ' αυτιά μου: Χρά, βρά, χρά, χρέ κ.λπ. Έ-

29

τρεξα α ' ελεεινή κατάσταση σ ' 'ένα δέντρο γιά νά προφυλάξω τουλάχιστον τά νώτα μου. Αμέσως σταμά- τησαν. Δέν είχαν διαρκέσει παρά δευτερόλεπτα, αν καί μου φάνηκαν αΙώνες ολόκληροι. Τό ίδιο έπαθα καί σ ' Ενα ξενοδοχείο στά ενδότερα, μιά νύχτα πού δέν είχα κλείσει μάτι άπό τους κορέους, καί σηκώθηκα μιά στιγμή στό παράθυρο μέ τά μάτια μου προς τά σκοτεινά φυλλώματα. Άπό τότε μου έχουν γίνει βίωμα.

(σ. ΙΟΙ)

Άλλου, μίλα γιά την υπερτροφία των ματιών του, πού ήταν σάν ν' άκουγαν καί ταυτόχρονα σάν ν' δγγιζαν άπ' την πολλήν ευαισθησία.

Αξίζει, ακόμη, νά σημειώσουμε τίς σκηνές του τέλους. Ό Σ. Π. κάνει στην απελπισία του τρελά σχέδια: νά γυρίσει στην πατρίδα του καί νά εγκατα- σταθεί σ' 'ένα μικρό σπιτάκι, πού θά του χτίζανε εμπιστοί του άνθρωποι σέ κάποια παραλία. Έκεϊ, θ' άκουγε δλη την ήμερα τους γλάρους καί τά κύματα. Θά σκαρφάλωνε σέ βράχους γιά νά όσφρανθεϊ μέ βουλιμία τό ιώδιο της θάλασσας. Θά εξασφάλιζε τό περισσότερο φαγητό του μέ τό ψάρεμα καί τό κυνήγι. Τόν καιρό του θά περνούσε κυρίως γράφοντας τίς σκέψεις του γιά τη ζωή... λογάριαζε νά πάει στην Αμερική καί νά εξαφανιστεί «στην πολυκοσμία, στό χάος των γκρίζων δρόμων», δπου μπορεί καί νά ' βρίσκε βίαιο θάνατο:

Κανένα βράδι. πού Οά κυκλοφορώ μόνος, καί με τό ίνοχο ΰφος πού Ιχω, σέ κανένα σκοτεινό δρόμο, μπορεί νά μέ εκλάβουν γιά δλλον τίποτα κακοποιοί πού θά

30

περνάνε δίπλα μου με αυτοκίνητο, καί νά με σκοτώ- σουν...'^

(σ. 121)

Ξεκινώντας άπ' τόν Καβάφη, ό Γιώργος Σαβ- βίδης θεωρεί την Περιπέτεια ενός Βιβλίου, αυτήν την παρένθεση μέσα στό καθαρά λογοτεχνικό έργο του Καχτίτση, σάν μιά «οριακή περίπτωση» μές στά ποικίλα προβλήματα πού έχει ν' αντιμετωπίσει ένας συγγραφέας. 20 Τό βιβλιαράκι αυτό, δπου διεκτραγω- δεί ό Καχτίτσης τίς ταλαιπωρίες πού του επιφύλαξε ή έκδοση του Εξώστη, θά μπορούσε νά τό δεϊ κανείς καί σάν ένα συγγραφικό ολίσθημα ή σάν απόπειρα αυτοδιαφήμισης καί, ταυτόχρονα, δυσφήμησης άλ- λων. Μά δέν είναι ακριβώς έτσι. Μέ τήν Περιπέτεια, θέλησεν απλώς ό Καχτίτσης νά πει τόν πόνο του, δπως λέμε, κι αυτό βέβαια τό 'κανε μ' εξογκωμένο τρόπο, σέ βρασμό ψυχής, δχι ψύχραιμα. Εξομολο- γείται κι έκεϊ, δπως κάνει, έμμεσα, καί στ' άλλα του έργα. Πέρα δμως άπ' αυτό, ή Περιπέτεια διαθέτει λογοτεχνικές αρετές καί πλοκή δχι ασήμαντη, 2 ' κι

19. Πρβλ. τους παρακάτω στίχους άπ* τό ποίημα τοϋ Καχτίτση «' Ο άνθρωπος μέ τό ψηλό καπέλο» (σειρά Τρωτό Σημείο, 1949, στό Λεπιόοπτερολόγος, σ. 197): «Θά ξεπροβάλει κάποιο χέρι / άπ' τό παράθυρο ενός μαύρου ταξί / καί θά μέ πιστολίσει / άπό μοιραίο / αναπόφευκτο λάθος».

20. Οί Καβαφικές Εκδόσεις (1891-1932) ("Αθήνα, Έκδ. Ταχυ- δρόμου, 1966), σημ. 32. Βλ. καί Λεπιδοπτερολόγος, σ. 95, 104 καί 106, δπου: « ' Επέρασα τοΰ λιναριού τά πάθη μέχρι νά τελειώσει τό βιβλίο...»

21. Κι ό Στρατής Τσίρκας, στην κριτική του γιά τόν Εξώστη (βλ. παραπάνω, σημ. 16), βρίσκει τήν Περιπέτεια πολύ ενδιαφέρον

31

είναι άριστο βοήθημα σ' οποίον θά 'θελε νά ψυχο- γραφήσει τόν Καχτίτση, τήν τρωτή φύση του, τή μεσογειακή του εκρηκτικότητα.

Πιό κάτω, θά συζητηθεί εκτενέστερα ή ρομαντική διάθεση τοΰ Καχτίτση κι ή τάση του φυγής σέ χώρους της φαντασίας καί τοΰ μύθου, Ή φυγή κρύβει, βέβαια, μέσα της καί τή διαμαρτυρία. Ό Καχτίτσης ξενιτεύεται στά ^ργα του διπλά, δπως ξενιτεύτηκε καί στην πραγματικότητα, απρόθυμα άλλα κι εκούσια. Σάν μοχλούς τοΰ έργου του βρί- σκουμε τή φρίκη, μά καί τή σαγήνη της ξενιτειας, τή βαθιά νοσταλγία της «Ιθάκης», μά καί συνάμα τήν έλξη τοΰ άλλου, τοΰ έξω κόσμου. Πανάρχαια ελληνικά στοιχεία αυτά! Τό φυγόκεντρο, τό κεντρο- μόλο! Ή φυγή καί τό ξαναγύρισμα, πάλι καί πάλι, έτσι πού νά μπερδεύονται στό τέλος ή πραγματική μέ τή φανταστική πατρίδα. Γιά τόν γεννημένο στή Γαστούνη κι αναθρεμμένο στή Μανωλάδα τής Η- λείας Καχτίτση, ή «Γάνδη», δπου τοποθετεί τό τε- λευταίο κι εκτενέστερο άν δχι αρτιότερο έργο του, τόν "Ηρωα τής Γάνδης,^^ καί πού φιγουράρει καί σ' ένα χειρόγραφο περιοδικό του, γίνεται 6 άλλος πό- λος τής ϋπαρξής του, άλλος άπ' τόν ελλαδικό χώρο. Ή «Γάνδη» τοΰ Καχτίτση δέν είναι ένα σκέτο αποκύημα τής φαντασίας του οΰτε πάλι ή πραγμα-

έργο. Λέει: «'Έχω πεποίθηση πώς καί στην Περιπέτεια 6 κ. Καχτίτσης δκανε πρώτ' άπ" δλα τέχνη». Κι ό Γιώργος Ιωάννου ξεχωρίζει άπ' τά δργα τοΰ Καχτίτση τήν Περιπέτεια καί τόν "Ηρωα τής Γάνδης (Βλ. σημ. 2, παραπάνω).

22. Γιά τίς συνθήκες Ικδοσης τοΰ βιβλίου, βλ. καί Λεπιδοπτερο- λόγος, σ. 25.

32

τική πόλη του Βελγίου, πού άλλωστε δέν την επισκέ- φτηκε ποτέ, καί μάλιστα επίτηδες (γιά νά μήν χαλά- σει ή εικόνα πού είχε πλάσει στό νου του γι' αύ- τη ν),23 Είναι κάτι κι άπ' τά δυό, άπ' την πραγματικό- τητα καί τή φαντασία, καληώρα δπως είναι ή Κρήτη στά πρώτα, τά εθνικά, ας πούμε, έργα του Παντελή Πρεβελάκη. 24

Στον "Ηρωα, ό αφηγητής τής ιστορίας (πού απο- στέλλεται σάν γράμμα σέ κάποιο «εκδότη») είναι ένας πρώην υφιστάμενος του ήρωα του Εξώστη, του Σ. Π., πού μας αποκαλύπτεται πιά έδώ μέ τό πλήρες του όνομα, Στοππάκιος Παπένγκους.25 Ή ιστορία

23. Στον Μέλη Βουδούρη, πού ίμενε κάποτε στή Γάνδη, έστειλε ό Καχτίτσης τόν "Ηρωα μέ την παράκληση νά πετάξει τό βιβλίο σέ κάποιο νεκροταφείο της Γάνδης, κι δπου πέσει! Βλ. σύντομες επιστολές Καχτίτση προς Βουδούρη, Μα Σύνορα, 27 (1974), 22 καί 63 (1977), 6-1 1. Βλ. καί δημοσίευση τοΰ χειρόγραφου περιοδικού τοΰ Καχτίτση «Ή Πολιορκημένη Γάνδη» στό περιο- δικό Διάλογος (Λεχαινών), 11 (1980), εξώφυλλο καί σ. 24-28. Βλ. καί Υδρία (σημ. 7, παραπάνω), 98-101, δπου «Ή "Αλλη Ζωή τοΰ Καχτίτση ' Η Γάνδη», κεφάλαιο άπό τή «Διάλεξη» Σινόπουλου.

24. Παντέρμη Κρήτη καί Ό Κρητικός.

25. Στην πρώτη μορφή τοΰ Ποιοί ο! Φίλοι (βλ. σημ. 4, παρα- πάνω), πρίν άπ' τόν τίτλο, φιγουράρει ή βραχυγραφία δ. Ρ. (προ- φανώς, δίορραΚίοδ Ρ^ρεη^υβδ), πού είχε χρησιμοποιήσει 6 Καχτί- τσης σάν δικό του φιλολογικό ψευδώνυμο. Εξηγήσεις γιά τό δνομα δίνει ό Καχτίτσης στό γράμμα του στον Σεφέρη πού δημοσιεύεται στό βιβλίο: ' Ιγνάτης Τρελός [Γιώργος Σεφέρης], Ο! ^Ωρες τής Κυρίας "Ερσης (Αθήνα, "Ερμής, 1973), σ. 91: «...τό κατασκεύασα επηρεασμένος άπό μιά επιγραφή σέ γερμανικό α- ντιαεροπορικό πυροβόλο πού ανίχνευσα Ινα άπόγιομα σέ κάτι εγκαταλειμμένες γερμανικές εγκαταστάσεις, δξω άπ' τήν Πάτρα, προς τόν κολπίσκον τοΰ Αγίου Ανδρέου...»

33

άφορα τά νεανικά χρόνια του Παπένγκους στη Γάνδη του Βελγίου, γύρω στην εποχή του Πρώτου Παγκό- σμιου Πολέμου, 26 είναι, γι ' αυτό τό λόγο, 'ένα είδος φλάσμπακ ή αναδρομής στό παρελθόν του αύτοτιμω- ρούμενου ήρωα του Εξώστη, καί βασίζεται στίς αναμνήσεις του πρώην υπηρέτη του Στοππάκιου καί τώρα γηραλέου καί μονήρους άρχειοφύλακα Β.27 Ό πρόλογος του έργου, δπου ό Καχτίτσης υποδύεται πάλι τόν εκδότη καινούριων χειρογράφων πού αφο- ρούν τόν ήρωα του, τόν Σ. Π., καί πού έφτασαν κατά σύμπτωση στά χέρια του, έχει, έκτος άπ' τ' άλλα, καί ντετεκτιβικό ενδιαφέρον. Ή ανάγνωση του "Η- ρωα προϋποθέτει τήν ανάγνωση του Εξώστη, μά μόνο θεωρητικά. Δέν είναι στην ουσία απαραίτητη αυτή ή δεύτερη ανάγνωση γιά τήν κατανόηση ή αποτίμηση του νεώτερου έργου.

Ό πατέρας του Β. είχε δουλέψει σάν άμαξηλάτης του γερο-Παπένγκους, πατέρα του Στοππάκιου, καί είχε ζήσει μέ τήν οικογένεια του κοντά στ' αφεντικά του. Γι' αυτό κι ήξερε ό Β. τά των Παπένγκους άπό πρώτο χέρι. ' Ο Στοππάκιος ήταν (πάντα σύμφωνα μέ τόν Β.), σάν νέος, φαντασιόπληκτος κι υπερευαίσθη- τος, σχεδόν νευροπαθής. Στην Ελβετία, δπου βρέ- θηκε ί3στερα άπό μιά προσβολή φυματίωσης, γνώ- ρισε τόν Γερμανό Χέλμουθ κι άπό τότε άρχισε ή συνωμοτική του δράση. Πίσω στή Γάνδη, ό Στοππά-

26. Βλ. Ό Μέν. ό Δέ καί ό Κος Λόβενθαλ, παρακάτω, σ. 71.

27. "Ετσι τόν αποκαλώ, άπ' αφορμή τό παρωνύμιο «Βανίλ- λιας», πού βρίσκουμε στον "Ηρωα, κι άφοϋ κατά τ* άλλα παραμέ- νει ανώνυμος.

34

κιος φερόταν ιδιότροπα καί δημιουργούσε προβλή- ματα στους δικούς του. "Επιασε φιλία μέ τόν συγγρα- (ρέα καί δημοσιογράφο Ξεντάδιν,^» γοητεύτηκε προ- σωρινά άπ' τη γυναίκα του Ξεντάδιν καί, στη συνέ- χεια, άπ' τήν τραγουδίστρια της όπερας Βεατρίκη, την οποία, χωρίς έκδηλη αίτία, άρχισε κάποια στιγμή νά κακομεταχειρίζεται. Κατόπιν, ό Στοππάκιος διορ- γάνωσε κι εκτέλεσε, ϊσως γιά λόγους κατασκοπίας, πτήση μέ αερόστατο, όπου πήρε μαζί του καί δύο άλλους, τόν φίλο του Ξεντάδιν, έναν επαγγελματία άεροναύτη κι έναν γιατρό. Μετά τήν πτήση καί διάφορες περιπέτειες σέ κάποιον μυστηριώδη πύργο, τό τρίο γύρισε στό Βέλγιο, δπου τους υποδέχτηκαν μέ άκρατο ενθουσιασμό γιά τό κατόρθωμα τους. Φημολογήθηκε πώς ό Στοππάκιος είχε κρυφή συνά- ντηση μέ τή Βεατρίκη, της οποίας είχαν στό μεταξύ χαθεί τά ϊχνη. Τελικά, δέν βρέθηκε ή Βεατρίκη, παρά τίς έρευνες καί τίς ανακρίσεις πού έγιναν γιά τήν ανεύρεση της.

Αργότερα, ό Στοππάκιος παντρεύτηκε τήν Έλ- φρίδα, μιά χωριατοπούλα άπ' τή Γερμανία τήν είχε γνωρίσει στό ταξίδι του μέ τό αερόστατο. Ή Σολάνζ, ή μητέρα του Στοππάκιου, φερόταν ψυχρά στή νύφη της, πού υπέφερε καί γι' άλλους λόγους στό καινούριο της περιβάλλον. Τό ζευγάρι πήγε στην εξοχή, δπου 6 Στοππάκιος είχε μυστική συνά- ντηση μέ τόν Χέλμουθ. "Υστερα, οί νιόπαντροι

28. Διαλεμός Ξεντάδιν ήταν αρχικά ό Γιώργης Παυλόπουλος, δπως βεβαιώνει ό Σινόπουλος («Διάλεξη») κι δπως βγαίνει άπό τήν πρώτη μορφή τοϋ Ποιοι οΐ Φίλοι (βλ. σημ. 4, παραπάνω).

έκαναν τό γύρο του κόσμου. Τό ταξίδι, δμως, δέν τους βγήκε σέ καλό, γιατί ή Έλφρίδα προσβλήθηκε άπό μιά τροπική νόσο καί πέθανε λίγο μετά τό γυρισμό τους. Ακολούθησαν κι άλλες συμφορές γιά τήν οικογένεια Παπένγκους. Ό γέροντας έπεσε σέ μελαγχολία κι έγινε ιδιότροπος. Αυτό είχε δυσμενείς επιπτώσεις καί γιά τή φαμίλια τοϋ Β., πού ήταν στή δούλεψη του σπιτιού. Κάποιοι μαυροφορεμένοι ά- ντρες έφτασαν μιά μέρα στό σπίτι νά καταγράψουν τά υπάρχοντα των Παπένγκους γιά ενδεχόμενη κατά- σχεση. Τά οικονομικά πράγματι τής οικογένειας δέν πήγαιναν καθόλου καλά. Μεσολάβησε καί μιά θεο- μηνία, θαρρείς συμβολική. Ό γερο-Παπένγκους έ- πεσε άρρωστος, πάθαινε κρίσεις, έβριζε τό γιό του, ήθελε νά τόν άποκληρώσει. Μετά τόν θάνατο του, ή Σολάνζ κι ό Στοππάκιος έκαναν γενναίες περικοπές στά έξοδα τους. Συνέπεια αυτού ήταν νά χάσει τή θέση του άμαξηλάτη 6 πατέρας τοΰ Β. καί ν' αναγκα- στεί νά μεταφέρει τήν οικογένεια του άλλου. Μόνον 6 Β. έμεινε στό σπίτι των Παπένγκους σάν θελημα- τάρης.

Στό υπόγειο τοΰ σπιτιού δημιουργήθηκε ένα άρ- χαιοπωλεϊο μέ τά κομψοτεχνήματα καί τά τιμαλφή πού είχαν κατορθώσει ή Σολάνζ κι ό Στοππάκιος νά περισώσουν άπ' τήν κατάσχεση. Ό Β. έτρεφε άπό παλιότερα ένα αίσθημα γιά τή Σολάνζ, πού τώρα τοΰ γίνεται πάθος. "Αρχισε νά κοίτα ένοχα, μέσ* άπό τήν κλειδαρότρυπα, τήν γυναίκα νά κάνει τήν τουαλέτα της καί νά συναντιέται κρυφά μέ τό δικηγόρο τής οίκογένειας, παλιό εραστή της πού, καθώς φαίνεται, τήν άγαπα ακόμη, ένώ γιά κείνη ν τό αίσθημα τους ανήκει, κατά κάποιο τρόπο, στό παρελθόν. Τήν

36

ένοχη παρακολούθηση της Σολάνζ άπ' τόν Β., κά- ποια μέρα, διέκοψε ό ερχομός του Στοππάκιου μέ τόν Ξεντάδιν. Αργότερα, ό Β. άρχισε νά κατασκοπεύει συστηματικά τόν Στοππάκιο καί νά σημειώνει τίς μυστικές του συναντήσεις μέ άγνωστους καί την ανταλλαγή κρυφών μηνυμάτων. Κάποτε, ό Στοππά- κιος έφυγε γιά ταξίδι κι ό Β. βρήκε την ευκαιρία νά εκδηλώσει τόν ερωτά του προς τή Σολάνζ. Εκείνη του φέρθηκε μέ κατανόηση, χωρίς όμως νά τόν ενθαρρύνει.

"Οταν γύρισε ό Στοππάκιος άπ' τό ταξίδι του, έδειχνε πώς ήθελε νά λυτρωθεί άπ' τους υπόπτους δεσμούς του, γιά μεγάλη χαρά τής Σολάνζ. Αφιερώ- θηκε κι ό Στοππάκιος στό άρχαιοπωλεϊο, μάλιστα μέ ένταση, καί μαζί μέ τή μητέρα του έκαναν κοινωνική ζωή. Δέν άργησαν, ωστόσο, νά ξαναρχίσουν οί μυ- στικές επαφές του Στοππάκιου μέ διάφορα πρόσωπα. Ό Β. παρακολουθούσε πάντα άπό απόσταση τά γινόμενα μέχρι πού τόν μυρίστηκε μιά μέρα ό κύριος του, τόν κάλεσε στό γραφείο του δπου τόν έβρισε καί τόν απείλησε κάνοντας ταυτόχρονα υπαινιγμούς πώς θά τόν βοηθούσε εφόσον εκείνος κρατούσε εχεμύ- θεια. Ό Β. περιήλθε σέ έξαλλη κατάσταση μετά άπ' αυτό κι έβλεπε στον ί3πνο του εφιάλτες. Τόν απέλυ- σαν τελικά. Έκεΐ στάματα κι ή αφήγηση τού γηρα- λέου άρχειοφύλακα, μέ τους μύδρους πού εξαπολύει κατά τού παλιού του αφεντικού.

' Ο Καχτίτσης είπε τόν "Ηρωα τής Γάνδης μυθιστό- ρημα καί σάν μυθιστόρημα θά πρέπει νά κριθεί. Βρίσκουμε, λοιπόν, πώς ή οργάνωση καί ή πλοκή του έργου δέν μπορεϊ παρά νά δημιουργήσει επιφυλά- ξεις στον έμπειρο αναγνώστη. Ή «προδοσία» τού

37

Στοππάκιου φαίνεται νά επινοήθηκε γιά νά δοθεί μυστήριο. Δέν ξεκαθαρίζεται, δμως, στό τέλος της ιστορίας, κι ή αδυναμία τούτη δέν δικαιολογείται άπ' τό γεγονός καί μόνο πώς ή ιστορία μας σερβίρε- ται μέσα άπ' τή θαμπή καί προκατειλημμένη μνήμη του γηραλέου Β. Μας γεννιούνται κι άλλα ερωτή- ματα: λόγου χάρη, τί ρόλο έπαιξαν στην «προδοσία» τού Στοππάκιου οι συνένοχοί του, τί απέγινε ή Βεατρίκη κ. ά., πού μόλις διασκεδάζονται άπ' τή δήλωση τού «εκδότη», στον πρόλογο τού βιβλίου, πώς είχε στην κατοχή του κι άλλα χαρτιά σχετικά μέ τόν Στοππάκιο Παπένγκους γιά τύπωμα.^^

Ό "///)ωας κυμαίνεται κάπου ανάμεσα σ' αυτό πού έχει επικρατήσει νά λέγεται «εσωτερικός μονόλο- γος» καί τό ρεαλιστικό μυθιστόρημα, πού προϋποθέ- τει συνέπεια στή δράση καί τήν εξέλιξη των προσώ- πων. Αναρωτιόμαστε μήπως ό Καχτίτσης επινόησε τήν ιστορία του σάν ένα συνεκτικό υπόβαθρο, έναν καμβά, άς πούμε, ορισμένων καταστάσεων πού 'θελε πολύ νά περιγράψει. Γιατί είναι κυρίως οί καταστά- σεις αυτές, οί έντονες αυτές πινελιές στον καμβά του "Ηρωα, πού μας θέλγουν. Ή ολική σύνθεση δμως παρουσιάζει κενά, διαλείψεις. Πρόκειται γιά τό ραγι- σμένο στοιχείο πού εισβάλλει στην τέχνη της επο- χής μας καί, μοιραία, καί τού Καχτίτση. Ό ϊδιος μπορεί νά μή διαισθάνεται τήν είσβολή. Καθώς Ισχυρίζεται μάλιστα σ' ένα ανολοκλήρωτο γράμμα του στον Γιώργο Σεφέρη, δέν είχε τολμήσει κάν νά προσπελάσει τους μοντέρνους:

29. Βλ. τό μελέτημα «ΟΙ Πρόλογοι τοΟ Καχτίτση», τιαρακάτω, σ. 63.

38

Πολλοί σεβαστοί μου φίλοι, άηό την Αθήνα, με επαίνε- σαν γιά τό μοντέρνο τρόπο γραφής μου. Λυτό μ& κατέπληξε, γιατί τρέφω μεγάλη καχυποψία γιά δλους τους μοντέρνους έπί οικουμενικού επιπέδου καί δέν τους διαβάζω καθόλου άπό φόβο μήπως μέ διαφθείρουν καί τό μόνο πού κάνω είναι νά ρίχνω στά βιβλιοπωλεία, δταν πηγαίνω, φευγαλέες ματιές ανάμεσα στ/ς σελίδες των βιβλίων τους. Οί μόνοι μοντέρνοι πού μ ' έχουν κάπως απασχολήσει είναι δ ΏγΙαη ΤΗοηια^ καί δ Βε- α/ζβίί, άλλα μέ άφησαν ασυγκίνητο. Κάτι λείπει, κάτι φταίει καί μ ' αυτούς. ' Ο τελευταίος μοντέρνος γιά μένα ήταν ό €αηιη5. Τί απομένει λοιπόν; Οί κλασικοί, πού τους λατρεύω, καί διάφορα διαβάσματα γιά ντοκουμε- νταρισμένα εγκλήματα, γιά ντοκουμενταρισμένες υποθέ- σεις κατασκοπίας, γενικά οποιοδήποτε κείμενο, ακόμα καί τό τελευταίο δημοσιογραφικό κείμενο, πού δίνει σαφείς πληροφορίες γιά 'ένα συνταρακτικό θέμα (καί πολλές φορές μή-συνταρακτικό) μέ γλαφυρό ΰφος, τό άπό εμένα αποκαλούμενο «μή-ΰφος ΰφος», πού είναι καί τό πιό λαχταριστό. ^0

Σ' άλλο σημείο του ϊδιου γράμματος, ό Καχτί- τσης λέει πώς, κατά τη γνώμη του, «ό συγγραφέας πρέπει νά χειρίζεται τά μεν φανταστικά θέματα σάν πραγματικότητες, τά δέ πραγματικά σάν φανταστικά». Ό ϊδιος κινήθηκε ανάλογα μέ τούτη την άποψη, στον "Ηρωα. ' Η αρχιτεκτονική του έργου άμφιρρέ- πει ανάμεσα στον τύπο του παραδοσιακού μυθιστο- ρήματος, μέ τά πολλά επεισόδια πού συμπλέκονται τό 'να μέ τ' άλλο λογικά, καί τή σύγχρονη γραφή μέ

30. Βλ. Εικόνες, «Απόσπασμα ατέλειωτου γράμματος τοϋ Καχτίτση στον Σεφέρη».

39

τίς κυκλικές αφαιρέσεις καί τίς ύπερλογικές τάσεις της. Στά επιμέρους ωστόσο, πετυχαίνει ό Καχτίτσης λαμπρά αποτελέσματα, Τό έργο διακατέχεται άπό μιά χαριτωμένη αφέλεια καί μιά πηγαία διάθεση γιά τό απρόοπτο καί τό μυστηριακό. Σάν τήν Αλίκη στό παραμύθι του Λιούις Κάρολ, δέν αντιστέκεται ό Καχτίτσης στον πειρασμό τών εικόνων. Πλάθει έτσι κάτι τό λαβυρινθώδες καί άστατο, μά οί τόνοι του είναι πάντα ζωηροί. Τό ί3φος, γενικά, του "Ηρωα, δπως καί τών άλλων έργων του Καχτίτση, πηγάζει άπ' τόν ψυχισμό ενός καλλιεργημένου άνθρωπου μέ διψαλέα φαντασία.

Τό σκηνικό του έργου είναι βέβαια ή Ευρώπη. 'Αλλά κι ή Ελλάδα δέν λείπει, βαθύτερα, άπ* τόν "Ηρωα της Γάνδης. Μπορεί, εξωτερικά, ή μόνη ελλα- δική νότα στό έργο νά είναι ή μνεία τών Λουτρών της Κυλλήνης, δπου σταματούν 6 Στοππάκιος κι ή ' Ελ- φρίδα στό ταξίδι τους έξω άπ' τό Βέλγιο.^' 'Αλλά, πιό βαθιά, λειτουργούν στον χαρακτηρισμό καί τήν ψυχογράφηση τών προσώπων κάποια δεδομένα πού μδς θυμίζουν τήν ελληνική ηιβηΐΕΗΐέ. Ό Β. μας δίνει τήν εντύπωση θυμόσοφου καί αρκετά χαιρέκακου γέρου Ρωμιού. ' Η μάννα τού Β. συμπεριφέρεται σάν γυναικούλα αθηναϊκής λαϊκής αυλής. Αλλόφρονα, σάν γνήσιες μεσογειακές, φέρονται κι ή Σολάνζ μέ τήν καμαριέρα της, στή σκηνή δπου ό γερο-Παπέν- γκους παθαίνει καρδιακή κρίση. Ανάλογα στοιχεία

31. Γιά τήν Κυλλήνη καί τόν Καχτίτση, βλ. Λεηιδοπτερολόγος, σ. 16 καί 147-169 («Ριρίκα καί Κυλλήνη»), καί Γ. Γώτη, «Μιά περιδιάβαση στά Λουτρά τής Κυλλήνης», άιάλογος (Λεχαινών) 11 (1980), 22-23.

40

μπορούμε νά δοϋμε σέ πράγματα δπως: ή ταμπακιέρα τοϋ άμαξα, τό περίπτερο, ή καταδεχτική σφαλιάρα στό σβέρκο, ό θυμός του ετοιμοθάνατου Παπένγκους κι δσα όργίλα λέει στον γιό του κ.ά.

Διάχυτη, ωστόσο, είναι ή ατμόσφαιρα μιας περα- σμένης εποχής μέ τά τρένα, τους σταύλους καί τ* άλογα, τίς επαύλεις τίς κρυμμένες μέσα στά δέντρα. Την αγροικία της ωραίας άγνωστης, πού ό Στοππά- κιος γνωρίζει στην αρχή του έργου, πλαισιώνουν λιανά, αιθέρια δέντρα πού λυγίζουν σχεδόν μέχρι τό έδαφος, «σά νά επρόκειτο γιά τίποτα χαμομήλια». ΆκοΟμε καί γιά έντελβάις πού αναπτύσσουν ερωτι- κές σχέσεις μεταξύ τους. ' Ο Β. θυμάται «τά σύννεφα στό ταβάνι [του φτωχικού τους σπιτιού], ζωγραφι- σμένα μέ απαράμιλλη τέχνη, καί κάτι γυμνά βρέφη, όχούμενα σέ χρυσοποίκιλτους φαέθοντες, μέ υγιή κορμάκια καί ροζαλένια μάγουλα, πού κρατούσαν στό στόμα τους κι άπό μιά τρομπετούλα...». Ή πτήση μέ τ' αερόστατο δίνει λαβή σέ τολμηρές περιγραφές, πού μας θυμίζουν πίνακες τού Βηιοβεΐ, καμπαναριά μ' άνεμοδεϊχτες, επάλξεις μεσαιωνικών ττύργων κ.ά., πού, δπως παρατηρεί ό Σεφέρης, φαίνο- νται νά δημιουργούν μιά προσωπική τού Καχτίτση ποιητική. 32 Αξιόλογη είναι κι ή περιγραφή τών

32. Βλ. ΕΙκόνες. Είναι πιθανό πώς τό ταξίδι μέ τό αερόστατο εμπνεύστηκε ό Καχτίτσης άπ' την ανάγνωση τοϋ έργου τοδ Αντρέα Εμπειρίκου Αργώ ή Πλους Αεροστάτου, μέρος το{3 οποίου είχε τυπωθεί στό περιοδικό Πάλι, 1-2 καί 3-4 (1964-1965) (βλ. ανατύπωση τοϋ περιοδικοί3 σ' ίναν τόμο άπ' τό περιοδικό «Σήμα», 1980). Ό Καχτίτσης είχε τό Πάλι στη συλλογή του βιβλίων.

41

τοπίων πού βλέπουν ό Στοππάκιος μέ την Έλφρίδα στό ταξίδι τους της Αφρικής καί της Ασίας.

Τά πρόσωπα του "Ηρωα δέν σφαιρώνονται ανε- ξάρτητα άπ' τόν δημιουργό τους. Κρυφοί λώροι τά δένουν μέ τη ρευστή ψυχολογία του. ' Ο Στοππάκιος είναι ό ίδιος ό Καχτίτσης πού κοιτάζεται στον κα- θρέφτη:

Τόν τυραννούσε εκείνο τό ακαθόριστο πολύτιμο «υπό- λοιπο» πού προσδοκούσε μέ τέτοιο πάθος καί δμως δέν πραγματοποιόταν καί παραδεχόταν, στά ημερολόγια του καί σε εξομολογήσεις πού έκανε σέ στενούς φίλους, δτι σέ τελευταία ανάλυση εκείνος πού έφταιγε ήταν αυτός, πού χωρίς νά τό θέλει αΙχμαλώτιζε μέ απερίγρα- πτη τσιγκουνιά τήν κάθε στιγμή του, υποφέροντας στό μεταξύ, αντί νά «αφήνεται» καί δ, τι έβγαινε.

"Οταν βρισκόταν έδώ νοσταλγούσε νά ήταν έκεϊ• δταν βρισκόταν έκεϊ νοσταλγούσε νά ήταν έδώ. Έλεγε διαρκώς μέ άγχος: «ΑΙσθάνομαι σά νά πρόκειται νά πεθάνω άπ ' τή μιά στιγμή στην άλλη. Πρέπει οπωσδή- ποτε νά ζήσω τίς στιγμές μου δσο γίνεται εντονότερα... νά κερδίσω χρόνο...». Σύμφωνοι. Άλλα έτσι πού φερό- ταν στον εαυτό του τόν καταδίκαζε: αντί νά κερδίζει χρόνο, έχανε. "Αλλο κόλπο έπρεπε νά είχε βρει. Κατα- ντούσε ό χρόνος του νά σπαταλιέται, δχι στην απόλαυση τού αποτελέσματος, άλλα στην εναγώνια προσπάθεια γιά ένα δσο πιό Ιδεωδέστερο αποτέλεσμα - τό όποιο, δπως ήταν επόμενο, του φαινόταν μέχρι άπογοητεύσεως πενι- χρό μπροστά στον κοπετό πού είχε προηγηθεί.

(α. 29-30)

Ό αφηγητής Β. είναι, πάλι, ή δλλη πλευρά τής προσωπικότητας του ήρωα, τό πληβείο του πρό- σωπο, τό συναισθηματικό κατάλοιπο μιας βασανι-

42

σμένης ζωής. Άπό τ' άλλα πρόσωπα ξεχωρίζει βέβαια ή Σολάνζ, μυστηριακή εικόνα τής αρχέγονης μητέρας, ό χαμένος παράδεισος για τόν νεαρό Β. Τά κάπως μαραμένα κάλλη τής Σολάνζ, μέσα στον χώρο τοϋ άρχαιοπωλείου μέ τά κομψοτεχνήματα καί τά τιμαλφή, εμπνέουν τιερίφημες σελίδες, δπως είναι τούτη:

Στό περιβάλλον αυτό, καθισμένη, σαν πραγματική αρ- χόντισσα πού ήταν, σε μιά πολυθρόνα Λουδοβίκου XV, στό βάθος, πίσω άπό κάτι κρεμασμένους στον αέρα τάπητες τής Αναγεννήσεως, ή Σολάνζ περνούσε αρκε- τές ώρες τό πρωί. καί, μετά άπό έναν υπνάκο, καί τ ' άπόγιομα - άλλα χωρίς κατά κανένα τρόπο νά επεμβαί- νει στίς καθαρά εμπορικές δοσοληψίες του άρχαιοπω- λείου (...). Είχε πάντοτε εκείνο τό ελαφρά θλιμμένο, επιβλητικό, καί συνάμα υπερήφανο στην έκφραση της (κυρίως γύρω στά φρύδια) πού τήν διάκρινε άπό τότε πού τήν κατάλαβα (...). Τί. μά τί ήταν εκείνο πού μ' ίκανε, τόν ανόητο, νά τή φοβάμαι καί νά τή μισώ τόσα χρόνια; Μά, καταβάθος, υπήρχε στον κόσμο ψυχή ευγενικότερη άπ ' αυτήν; Στον έρωτα - τό μεγάλο, τόν αληθινό, τόν δίχως συμβιβασμούς ή επιφυλάξεις- τί αγνά αΙσθήματα, τί τρυφεράδα θά έπρεπε νά είχε στά κατάβαθα τής ψυχής της. (Κι ό νους μου, άφοϋ χάιδευε τά, μαραμένα κάπως, άλλα κατά κανένα τρόπο ρυτιδω- μένα, λαιμιακά της, πού τά στεφάνωναν απαλές ξανθές μπούκλες, απέριττα αφημένες, είσχωροΰσε κάπου μέσα στό στέρνο της, δπου διάκρινα τόσους καί τόσους φανταστικούς κόσμους.) Μέ εξουθένωνε ή ένοχη δταν καμιά φορά μου έμπαινε ό διάβολος μέσα μου, κι έκανα πονηρές σκέψεις γι ' αυτήν - οί όποιες δυστυχώς, δσο ήθελα νά τίς αποφύγω τόσο επέμεναν νά μέ τυραννούν, καί νά μέ γιομίζουν μ' αηδία γιά τόν εαυτό μου (...).

43

"Εβλεπα τόν εαυτό μου νά αντικρίζει τό άψυχο σώμα της, μαχωρωμένο άπό μένα, Ενα βράδι με καταιγίδα, ατή μέση του χώλ, όπως μπαίναμε άπ ' τη Μεγάλη Πόρτα... Τό μόνο πού Εβλεπα, ήταν τό νεκρό σώμα της. ντυμένο μέ μιά αραχνοΰφαντη τουαλέττα πού Εφτανε Εως τά στραγάλια της, κι έμενα γονατιστόν νά κλαίω απαρηγό- ρητος... Σέ τέτοιο σημείο εμβάθυνα σ' αυτό, πού μερι- κές φορές τσάκωνα τόν εαυτό μου νά Εχει πάρει τό ανάλογο απελπισμένο ΰφος (...). Ποθούσα νά την είχα: πότε μητέρα μου (καί νά κλαίω στά πόδια της), πότε αδερφή μου (καί νά την προστατεύω), πότε ερωμένη μου (καί νά τήν αγκαλιάζω σάν ανθοδέσμη) - καί πότε καί τά τρία μαζί. πάλι σκεφτόμουνα νά είμαι βαριά πληγω- μένος. Επειτα άπό ηρωική μάχη, καί νά μέ νοσηλεύει αυτή, σέ κανένα απόμερο νοσοκομείο τών πρόσω, γιο- μάτη τρυφεράδα, συμπόνια, πάθος γιά μένα• έκεϊ ορ- γίαζε πάλι ή φαντασία μου - μέ τά επακόλουθα πού θά είχε Ενας τέτοιος φλογερός Ερωτας.

(σ. 243-246)

Ή Σολάνζ μέ τήν πολλή θηλυκότητα, ή φορτική μά καί στοργική μητέρα, ή ρομαντική ερωμένη πού κράτα τήν ανεξαρτησία της, ή φιλάρεσκη καί μα- ταιόδοξη μά καί αρχοντική γυναίκα, είναι τό τρίτο σκέλος του τριγώνου, πού συμπληρώνει άλλα καί χωρίζει τά δύο δλλα σκέλη, τόν Στοππάκιο καί τόν Β. Μετά τήν έκδοση του "Ηρωα της Γάνδης, πού του προξένησε πολλές αγωνίες (τό μισό του βιβλίου τυπώθηκε στην ' Ελλάδα καί τό υπόλοιπο στον Κα- ναδά), καί παρά τίς ενθουσιώδεις κρίσεις πού πήρε άπ' ορισμένους αναγνώστες τοϋ δργου," έπαθε 6

33. Βλ. παραπάνω, σημ. Ι. Τό βιβλίο κρίθηκε καί στή Μα

44

Καχτίτσης ένα είδος πανικού. Τόν έζωσαν τά φίδια γιά τίς ελλείψεις του έργου του, γιά τό όποιο είχε τόσο αναλωθεί, υλικά καί ψυχικά. Τό άγχος του βέβαια ήταν, σέ μεγάλο βαθμό, παράλογο, άφοΰ δσα καί νά προσάψει κανείς στον "Ηρωα σάν μυθιστό- ρημα, δέ μπορεί παρά νά του αναγνωρίσει προσωπικό ΰφος, υποβολή κι ευαισθησία, στοιχεία πού χαρα- κτηρίζουν δλα γενικά τά λογοτεχνικά κείμενα του Καχτίτση.

Εστία (1/1/1969) άπ' τόν Γιάννη Χατζίνη, καθώς καί στό «Ανα- λυτικό Δελτίο ' Ελληνικής Βιβλιογραφίας» του Γαλλικού ' Ινστι- τούτου, Τόμος 28 (1967). Ή αρθρογράφος του «Δελτίου» τονίζει τό μυθιστορηματικό ενδιαφέρον του έργου, πού μπορεί νά δεϊ κανείς σάν τό δνειρο ενός υπηρέτη γεννημένου γιά τή μεγάλη ζωή μά προδομένου άπ' τή μοίρα. Βρίσκει τόν "Ηρωα ζργο γιά ολίγους, σπάνιο μαργαριτάρι (ρβΓίο ηοίΓο). Συντομότερη κριτική γιά τόν "Ηρωα δημοσίευσε ό Σάκης Παπαδημητρίου στον Ελλη- νικό Βορρά (7/5/1968) τής Θεσσαλονίκης.

45

II

Τό βιβλίο πρέπει νά είναι τό πελέκι πού κάνει κομμάτια τήν παγωμένη θάλασσα πού ' χουμε μέσα μας.

Κάφκα"

Αυτοί πού θέτουν προγράμματα στή λογοτεχνία, αυτοί πού λένε «θά πάω στην Ευρώπη γιά νά γράψω τό νέο μου μυθιστόρημα» κ.λπ., δέν είναι οΐ τεχνίτες της προτίμησης μου...

Νίκος Καχτίτσης33

Ό Νίκος Καχτίτσης υπήρξε ένας βαθιά ρομαντι- κός άνθρωπος, μέ μιά έντονη διάθεση φυγής άπ* τόν περίγυρο του σέ χώρους άλλους, κυρίως ενός αίσθη- ματοποιημένου παρελθόντος. Τη ζωή του σημάδεψε ή σύγκρουση ανάμεσα στην τέχνη καί τήν ανάγκη. ' Ο Καχτίτσης είναι 6 απόγονος τόσο του Βέρθερου δσο καί του Μπάυρον, του Ρουσώ των Εξομολογή- σεων άλλα καί του Όδοιπόρον του Σούτσου. Θά μπορούσαμε ν* αναφέρουμε κι άλλους ρομαντικούς, ή καλύτερα νεο ρομαντικούς, μέ τήν υπαρξιακή αγω- νία στεφανωμένους άκάνθινα, πραγματικούς καί μυ-

34. Γράμμα στον "Οσκαρ Πόλακ. Αφιέρωμα στον Κάφκα τοΟ περιοδικού Διαβάζω. 50 (1982), 86.

35. Επιστολή στον γράφοντα, Αεπιδοπτερολόγος. σ. 72.

46

θιστορηματικούς, ανθρώπινους τύπους του αιώνα μας, σάν πρόγονους του Καχτίτση. "Ας αρκέσει ενα ό- νομα, ό Κάφκα, ό άνθρωπος πού ζει μόνιμα σέ κρίση ^6 καί πού πλάθει ήρωες παραβολικά ομοίους μέ τόν εαυτό του.

Δυσαρεστημένος μέ τό παρόν καί τίς κοινωνικές αναποδιές του, 6 Καχτίτσης βρήκε θαλπωρή καί κάποια στερεότητα σέ μορφές τοΰ περασμένου, τοϋ «σιτεμένου» χρόνου (γιά νά θυμηθώ μιά έκφραση τοϋ ' Ενυπνίου). ^'' Κάτι τέτοιο δέν θά συγκινούσε βέβαια πολλούς. Φαίνεται, πράγματι, παράλογη κι εξεζητη- μένη τούτη ή εξάρτηση τοϋ Καχτίτση, στά τρία τουλάχιστον άπ' τά σημαντικότερα έργα του, όχι μόνο άπ' τό παρελθόν, άλλα κι άπ' τόν έξωελληνικό χώρο. Τί μας λένε τά έργα τοϋ Καχτίτση γιά τήν εποχή μας, θ' αναρωτηθεί κανείς, καί τί περισσότερο μπορούν νά μας δώσουν γιά μιά εποχή πού μας 'έχουν περιγράψει κατά κόρον λογιών λογιών συγγραφείς, δικοί μας καί ξένοι. ' Ο Ντοστογιέφσκι, ό Προύστ, ό Κάφκα, τή δική τους εποχή περιγράφουν, δέν αγκυ- ροβολούν στό παρελθόν. Γίνεται νά ' ναι γνήσιος 6 γεννημένος κι αναθρεμμένος στην ελληνική επαρχία

36. Σάν άνθρωπο πού ζει μόνιμα σέ κρίση βλέπει τόν Άλέξα- ντρο Σχινα ό Βασίλης Βασιλικός, Πορτραίτα (Αθήνα; «Εστία», 1976), σ. 214. Στον Σχινα αναφέρεται ό Καχτίτσης μ' αφορμή ένα βιβλίο τοΰ πρώτου στό Λεηιόοπτερολόγος, σ. 138: «Ό Βαλαωρίτης μοΰ έστειλε τό βιβλίο ενός Σχινα, άπό τή Γερμανία, τό όποιο καί κατασπάραξα [δηλαδή, διάβασα μέ βουλιμία] αύθωρεί».

37. Ενύπνιο, σ. 31: «...τό χέρι της, δπως φωτιζόταν άπό τό ελάχιστο φως πού εισχωρούσε άπό τό παράθυρο, ήταν σάν άπό μάρμαρο, σιτεμένο άπό τό χρόνο».

47

Καχτίτσης, δταν μας περιγράφει χώρους κι εποχές πού ό ίδιος δέν Ιζησε; Θά πρέπει ν* άντλεϊ αναγκα- στικά τό υλικό του άπό βιβλία κι άπ' τίς σκιερές περιοχές τί|ς φαντασίας. Είναι αυτό πού περιμένουμε άπό 'έναν σύγχρονο λογοτέχνη, κι δχι εμπειρίες άπό πρώτο χέρι;

Τά ερωτήματα είναι νόμιμα δσο κι αναπόφευκτα, μά προϋποθέτουν μιά δεοντολογία πού δσο πλατιά καί νά 'ναι δέν άρκεϊ γιά νά καλύψει τόν χώρο της λογοτεχνίας. Ή επιτήδευση κι ή φυγή είναι πρό- δηλα στοιχεία στό έργο του Καχτίτση. "Ομως, πέρα ή κάτω άπ* τή «γάζα» τούτη του παλιού κι αλλιώτι- κου, βρίσκουμε τόν συγγραφέα ν* αύτοβιογραφείται καί ν* αύτοψυχαναλύεται. "Επειτα, ή εποχή πού τόν τράβα δέν είναι καί τόσο παλιά. Συνορεύει μέ τή δική του καί τήν προαναγγέλλει. ' Ο πατέρας του Καχτί- τση ήταν σιδηροδρομικός. Τό τρένο παίρνει μιά κεντρική θέση στό μυαλό του λογοτέχνη Καχτίτση. Αντιπροσωπεύει τή δυνατότητα φυγής μαζί καί γνο)- ριμίας μέ κάποια ωραία γυναίκα. Τά τρένα πάνε κι έρχονται στον "Ηρωα της Γάνδης καί είναι ό άξονας στό μικρό δράμα του αφηγήματος «Ριρίκα καί Κυλ- λήνη ».38

Τόν Ρίλκε δέν εγκατέλειψαν ποτέ οΐ παιδικές του μνήμες. "Ετσι γεννήθηκε ό Μάλτε Λάουριτζ Μπρίγκε. Παρόμοια, κι ό Καχτίτσης δοκίμασε άπό ένστικτο ν* αναπλάσει κάποιον χαμένο του παράδεισο, αφού τά χρόνια πού διάβηκαν στό μεταξύ (του πολέμου καί της μεταπολεμικής δύσκολης εποχής) δέν του δδω-

38. Λεπιδοπτερολόγος. σ. 147-169.

48

σαν τη συναισθηματική ασφάλεια καί την κοινωνική καί πνευματική υπόσταση πού ενδόμυχα γύρευε. «Ή πείρα πώς δλα είναι ανεξήγητα όδηγεϊ στό όνειρο», παρατηρεί ό >νοΐ8.39 Τά όνειρα του Καχτίτση φορούν τά ρούχα μιας ανεπιστρεπτί περασμένης εποχής, μά κάτω άπ' αυτά βρίσκουμε τόν αιώνιο άνθρωπο, αυτόν πού δλο αλλάζει κι δλο ϊδιος μένει.

Πέρα άπ' αυτή τή γενική τοποθέτηση, δέν είν' εύκολο νά προσδιορίσουμε τίς πηγές του Καχτίτση. «Ό κάθε άνθρωπος», λέει ό Σεφέρης, «είναι φτιαγμέ- νος άπό τά πράγματα πού ^χει αφομοιώσει Άλλ' ακριβώς επειδή ή αφομοίωση είναι τό πράγμα πού έχει σημασία, είναι πολύ δύσκολο νά μιλούμε γι' αυτές τίς σκοτεινές λειτουργίες».^<^ Ό συγγραφέας Καχτίτσης είναι ενα κράμα άπό διάφορες καταστά- σεις. Τό «χαρμάνι» της τέχνης του είναι δύσκολο νά προσδιοριστεί, όπως είναι δύσκολο νά προσδιορί- σουμε τίς βαθύτερες ή «υπόγειες» διεργασίες στό έργο του Προύστ, του Κάφκα καί άλλων λογοτεχνών συγγενικών του Καχτίτση, τόσο γιά τήν αβυσσαλέα αύτοανάλυση πού παρουσιάζουν δσο καί γιά τήν υποβολή της γραφής τους.

39. \νοΐ5. Ποιήματα. Παρουσίαση - Μετάφραση Έ. Χ. Γόνα- τος (Αθήνα, Καστανιώτης, 1983), σ. 26.

40. δοκιμές (Αθήνα, "Ικαρος, 1974), Δεύτερος Τόμος, σ. 19. Ό Μάριος Βύρων Ραΐζης, κρίνοντας τά τρία πρώτα δργα τοϋ Καχτίτση, με τήν ευκαιρία τοϋ τόμου Έργα Νίκου Καχτίτση, Ι. στό αμερικάνικο περιοδικό ΒοοΙίχ Αδτοαά, 52, 2 (δρπης 1978), 321, ορίζει τό (χρος του σάν «Ινα χαρακτηριστικά προσωπικό, μή δραματικό καί χαριτωμένα φλύαρο (5φος, πού θά μπορούσε νά τό τοποθετήσει κανείς κάπου ανάμεσα στό ΰφος τής Γερτρούδης Στάιν καί τοϋ Μπόρχες».

49

Στά νεοελληνικά γράμματα, μοιάζει ό Καχτίτσης μ' εξωτικό φυτό,'" δσο ελληνικός κι αν είναι στό βάθος ό ψυχισμός των ηρώων του. Δέ νομίζω πώς υπάρχουν συγκεκριμένοι "Ελληνες λογοτέχνες πού νά μπορούμε νά πούμε πώς επηρέασαν αποφασιστικά τόν Καχτίτση. Σάν άνθρωπος, είχε σίγουρα τίς συ- μπάθειες καί αντιπάθειες του. "Ομως, αυτά δέν μπο- ρούν νά θεωρηθούν αλάνθαστες ενδείξεις επιρροής, ιδίως δταν πρόκειται γιά ζωντανούς ακόμα συγγρά- φεις κι εφόσον έπαιρναν συχνά πολύ προσωπικό χαρακτήρα ό Καχτίτσης ήταν συναισθηματικός άνθρωπος. Γενικά, ωστόσο, δέ θά 'ταν περιττό νά πούμε πώς ό Καχτίτσης δέχτηκε, στην αρχή τουλάχι- στον, κάποιες θετικές επιδράσεις άπ' τους πεζογρά- φους τής Θεσσαλονίκης, πού, ό καθένας μέ τόν τρόπο του, ολοκλήρωσαν 'ένα είδος αστικής πεζογρα- φίας πού κάτι πρόσθεσε στά νεοελληνικά γράμματα.^2 Ιδιαίτερα εμφανής στον Καχτίτση είναι ή επίδραση τού Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, κάτι πού άλλωστε ό ϊδιος ό Καχτίτσης αναγνώριζε. Θά πρέπει, δμως, νά διευκρινίσω πώς είναι 6 πρώτος Πεντζίκης, 6 δη- μιουργός τού Ανδρέα Δημακούδη καί τού έργου Ό Πεθαμένος καί ή Ανάσταση, πού βλέπω νά επηρεάζει τή γραφή τού Καχτίτση, κι δχι 6 συγγραφέας τής Πραγματογνωσίας, των Σημειώσεων των Εκατό Ήμε- ρων κ.ά,'*^

41. Βλ. καί Ζήρα, σημ. 6, τιαραπάνω.

42. Μέ τους πεζογράφους τής Θεσσαλονίκης ασχολείται ό Γδιος ό Καχτίτσης στην επιστολή του στον Ά. Γιαννόπουλο (βλ. σημ. 5, παραπάνω).

43. Ό Καχτίτσης Ιβλεπε τους κυκλοθυμικούς ήρωες τών δύο πρώτων Ιργων του Πεντζίκη σάν πρότυπα του έαυτοϋ του καί

' Η «εκτόξευση» του δόκιμου συγγραφέα Καχτίτση έγινε άπ' τη /διαγώνιο του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Έκεϊ πρωτοτυπώθηκαν τά Ποιοί οί Φίλοι καί Ή Όμορφάσχημη. Δέν υπήρξε, δμως, συνέχεια στην συνεργασία Καχτίτση καί εκδότη του περιοδικού αύτοΰ, γιά λόγους πού τώρα πιά μπορούμε νά δοΰμε καθαρά. Ό λαγαρός, φωτογραφικός νεορεαλισμός τοΰ Χριστιανόπουλου δέν μπορούσε νά συμβιβαστεί γιά πολύ μέ τόν ευφάνταστο καί «ονειρικό» Καχτί- τση. Ή ρήξη ήταν μοιραία, κι άπόηχά της βρίσκει κανείς καί στην Περιπέτεια ενός Βιβλίου.^

Στοιχεία καί νύξεις γιά τίς προτιμήσεις του Κα- χτίτση, τίς επιδράσεις καί βασκανίες πού συγγρα- φείς, κυρίως ξένοι, άσκησαν πάνω του, μας παρέχουν οί επιστολές του, άπ' τίς όποιες έχουν δημοσιευτεί κάμποσες. Του αρέσουν οί Ντοστογιέφσκι, Προύστ καί Κάφκα, καί ό Σταντάλ. ' Ο τελευταίος του φαίνε- ται κολοσσός, κι ευχαριστεί τό Γιώργη Παυλόπουλο,

συχνά εκφραζόταν επαινετικά γιά τό έργο Ό Πεθαμένος καί ή Ανάσταση. Τη βασική τούτη λεπτομέρεια, δτι δηλαδή ήταν 6 πρώτος Πεντζίκης πού επηρέασε τόν Καχτίτση, φαίνεται νά μήν προσέχει ό Δημήτρης Δούκαρης, δταν ασχολείται μέ τό θέμα αυτό, στό «Γράμματα τοΰ Καχτίτση», Ανθρώπινη Εκδοχή. Δοκί- μια (Αθήνα, Τομές, 1978), σ. 41. Γιά τίς κρίσεις τοΰ Πεντζίκη πάνω στον Καχτίτση καί τό έργο του, βλ. Αεπιδοπτερολόγος, σ. 28-30, 89.

44. Περιπέτεια ενός Βιβλίου, σ. 80. Κι ό Γιώργος * Ιωάννου (βλ. σημ. 2, παραπάνω) βρίσκει πώς δέν τοΰ πάει ό Καχτίτσης σάν πεζογράφος. Τόν ξεχωρίζει δμως σάν επιστολογράφο. Επιφυλά- ξεις γιά τόν πεζογράφο Καχτίτση έχει κι ό Τάσος Κόρφης, Καταθέσεις "Οψεως, Δοκίμια (Αθήνα, Πρόσπερος, 1982), σ. 55-60 (κεφάλαιο «Κλείσε τά μάτια γιά νά δεις»).

51

πού του δχει συστήσει νά τόν διαβάσει.'»^ Σέ γράμμα του στον Έ. Χ. Γόνατα, αναφέρει τόν Τουργκένιεφ. Διαδηλώνει την προτίμηση του για τους κλασικούς, έχει αμφιβολία γιά τους μοντέρνους.'*^ Ό Τάκης Σινόπουλος βρίσκει πώς 6 Καχτίτσης άγαπα τους «τρωτούς», τόν Κάφκα καί τόν Ντέ Κουίνσυ δυό σελίδες άπ* τό έργο του τελευταίου Εξομολογήσεις ενός Όπιοφάγου είχε μεταφράσει ό Καχτίτσης στό χειρόγραφο περιοδικό του Ό Ρίψασπις. Του αρέσει ό Προύστ, προσθέτει ό Σινόπουλος, άλλ' δχι ό Τζόυς. Έδώ θά 'θελα νά διευκρινίσω πώς, στην περί Τζόυς γνώμη του, ό Καχτίτσης ϊσως επηρεάστηκε άπ' τόν Πεντζίκη, πού ένώ θαυμάζει (κι έχει μάλιστα μεταφράσει εν μέρει)"»^ τόν Τζόυς, μέμφεται στον Ιρλανδό συγγραφέα τό στοιχείο της ειρωνείας πού δέν του επιτρέπει νά ξεφύγει άπ' τό εγώ του. Πράγ- ματι, 6 «αθώος» Καχτίτσης δέν θά 'ταν ε{3κολο νά δεχτεί τόν μαίτρ τής καταλυτικής ειρωνείας Τζόυς, δπως δέν τόν δέχεται, γιά δικούς του ανάλογους λόγους, κι ό Πεντζίκης.

Άλλ* δς δοκιμάσουμε νά δούμε άπό κοντά τόν συγγραφέα Καχτίτση καί τους τρόπους του.

Ή γλώσσα του Καχτίτση είναι βασικά ή δημο-

45. Επιστολή Καχτίτση στον Γ. Παυλόπουλο, Διάλογος (Λε- χαινών) (σημ. 23, παραπάνω). Βλ. στό Γδιο τεΰχος, σ. 20-21, καί Γ. Παυλόπουλου, «Ή "Αλληλογραφία μου μέ τό Νίκο Καχτίτση».

46. Βλ. επιστολή Καχτίτση στον *Ε. Χ. Γονατδ, Υδρία (σημ. 7, παραπάνω), 22-23, καί τελευταίες επιστολές Καχτίτση στον γράφοντα, Αεπιόοπτερολόγος.

47. Μέ τή συνεργασία άλλων, στό περιοδικό ΛΓο;ί/1/ας, 1 (1945), 12-13. καί 6 (1946), 100-102.

52

τική, πλαστικά δεμένη, χωρίς ιδιωματισμούς ή εξε- ζητημένες εκφράσεις. "Εχει χαλαρή συντακτική διάρ- θρωση, κάτι τό αδούλευτο (πού στην περίπτωση του Ποιοί οί Φίλοι φτάνει καί νά μας ενοχλεί), άλλ* αποπνέει, γενικά, φυσικότητα κι ευγένεια, κυματίζει μ' έναν εσωτερικό ρυθμό, έχει ένα ΰφος πού τήν γοητεία του είναι δύσκολο νά εντοπίσουμε. Στό λεκτικό του, αποφεύγει ό Καχτίτσης, όσο μπορεί, τίς δδηλα ξενικές λέξεις δείχνοντας σταθερή προτίμηση στίς ελληνικές. Βέβαια, δέν μπορεί ν' αποφύγει στοιχεία ξένα, άλλα πολιτογραφημένα άπό παλιά στά ελληνικά, δπως: κάδρα, μπιμπελό, έστέτ, καμι- νέτο, φίρμα, ζωρζέτα, μινιατούρες, μουσικάντες, καμ- βάς, βαρβάτες, ντεκολτέ κ.ά. (πού αλιεύω, γιά παρά- δειγμα, άπό τά έργα του Ποιοί οί Φίλοι. Τό Ενύπνιο, Ό Εξώστης καί Ό "Ηρωας της Γάνδης). Είναι κι αυτά μέρος του αστικού γλωσσικού κώδικα του νεο- έλληνα. Σημειώνουμε, δμως, πώς, σ' ένα σημείο τού Εξώστη, χρησιμοποιεί ενσυνείδητα τή λέξη «ανελ- κυστήρας», αντί γιά τήν κοινή κι ακουστικά κατώ- τερη «ασανσέρ», κι άλλου, στον "Ηρωα της Γάνδης, επιλέγει τίς λέξεις «λουτήρας» καί «δορά» αντί γιά τίς κοινότερες «μπάνιο» καί, πιθανόν, «ταπέτο» ή «χαλί». Ή γλώσσα του Καχτίτση είναι γενικά ή ελληνική τού καλλιεργημένου άνθρωπου μέ κάποια δάνεια ή άπόηχα άπ' τήν καθαρεύουσα, πού υποβάλ- λουν καί χρωματίζουν τήν αφήγηση του. Μίλα, λόγου χάρη, γιά τό «ευγενικό μειδίαμα» μιας κυρίας (τής μητέρας του Γεδεώνα, στό Ποιοί οί Φίλοι), πού, πιό κάτω, αποκαλεί «Καλυμνία δέσποινα». Διάφορα τέτοια, λόγια ας πούμε, στοιχεία, κάνουν «κομψό- τερο» τό λόγο του, πού παρουσιάζει εξάλλου καί

53

πλήθος άπό λαϊκά στοιχεία. "Εχουμε, δηλαδή, άπ' τή μιά πλευρά: κλιμακοστάσιο, ένδεια, έρεβος, χαί- νουν, νυχθημερόν, αμυχές, ίνδαλμα, έξαπίνης, υπο- δόριο, μαρμαρυγή κ. ά., κι άπ* τήν άλλη: σακατεύω, καταχωνιασμένα, κατσάδα, τσίμπησα (φαγητό), τό τομαράκι του, τόν ουρανό σφοντίλι, λόρδα, νά μή μέ πάρουν στό μεζέ, ξέρουν νά τό ράβουν (έχουν εχεμύ- θεια), γραφιάς, πανί μέ πανί, πιλατεύω, ρεμπελεύω κ, ά.

Ό Καχτίτσης άγαπα τό συγκεκριμένο. Ό λόγος του είναι γεμάτος σχήματα καί χρώματα. Τά αισθητά τόν κάνουν νά φρικιά, αλλά καί τόν ήδονίζουν.'^^ Μέ τή φαντασία του μεγεθύνει κι εξωραΐζει τά κοινά πράγματα, ή καλύτερα φέρνει στην επιφάνεια τούτη ή εκείνη τή λεπτομέρεια κάνοντας έτσι ανάγλυφη τήν κρυφή ομορφιά του συνηθισμένου:

Περπατούσε βαριά, σά νά μην μπορούσε νά εξουδετερώ- σει μέ τά πόδια τον τήν έλξη πού εξασκούσε τό έδαφος μέ μαγνήτες. "Οταν σέ πλησίαζε, άφηνε μία, δχι δυσάρε- στη, άλλα ούτε καί ευχάριστη, άποφορά, σάν άπό βό- τανα. Μυρωδιά του άλλοτε, θά μπορούσα νά τήν ονο- μάσω.

Όμορφάσχημη, σ. 24)

Αυτή. μέ τή χαρά καί τή λύπη συγχρόνως ζωγραφισμέ-

48. «'Οντικός αγωγός τής μαγικότητας, οΐ λέξεις», δπως παρατηρεί ό Νίκος Καρούζος, Μεταφυσικές Εντυπώσεις άπ' τή Ζωή ώς τό θέατρο (Αθήνα, 1966), σ. 1. Βλ. καί τά σχετικά στό Εργο τοΰ Παντελή Πρεβελάκη, Ό Άρτος τών Αγγέλων (Αθήνα, Εστία, 1977), κεφ. «Ό Μυστικός Κήπος», σ. 166-182.

54

νες στό πρόσωπο της. πού εϊχε τό σχήμα τοϋ κουφέτου, έλαμπε κυριολεκτικά ανάμεσα τους. δσο φτωχικότερα κι αν ήταν τά 'εφθαρμένα ρουχαλάκια πού φορούσε κατά 'ένα Ιδιόρρυθμα ντεμοντέ τρόπο: ενα βελουδένιο μπλου- ζάκι χρώματος κρασιού τού Μπορντώ. καί μία σουρωτή φούστα από άλλο ύφασμα καί χρωματισμό, μεταποιη- μένα• τά δέ γοβάκια της ήταν άπό μαύρο λουστρίνι μέ κουμπάκια.

Εξώστης, σ. 112).

Πολλές νύχτες, στους εφιάλτες μου, ζχω ονειρευτεί νά μου πέφτουν δλα [τά δόντια] άπό τ/ς ρίζες μέ τριξίματα, σά σπίτια.

Εξώστης, σ. 17).

Ώς λογοτέχνης, μένει ό Καχτίτσης, καθώς παρα- τηρήθηκε, κοντά στον προφορικό λόγο καί τό κυμά- τισμα του. Αυτό δμως δέ θά 'ταν αρκετό νά μας προσπορίσει την αισθητική τέρψη πού δοκιμάζουμε διαβάζοντας τον. Τό μυστικό του είναι βέβαια τό ϋφος, αυτό τό ανεξήγητο στοιχείο πού ό Μπυφόν ταύτισε μέ τόν άνθρωπο μή μπορώντας νά τό προσ- διορίσει αλλιώς. Ό Καχτίτσης έχει οπωσδήποτε ΰφος, ενώ δέν έχουν πολλοί άλλοι "Ελληνες της γενιάς του πεζογράφοι, παραγωγικότεροι καί γνω- στότεροί του. Καί μπορώ τόσο μόνο νά πώ γιά τό υφός του Καχτίτση: συνδυάζει αβίαστα δύο στοιχεία, τό «νεανικό» καί τό «γεροντικό». Ό άνθρωπος Κα- χτίτσης είχε τό παρθένο βλέμμα τοϋ παιδιού, τό δέος καί τήν αφέλεια τοϋ πολύ νέου μπροστά στά πράγ- ματα, άλλα μαζί μ' αυτό είχε καί τήν εκλέπτυνση αιώνων, τήν αρρωστημένη καί αγχώδη ευαισθησία τοϋ άνθρωπου της εποχής μας, τόν αισθητισμό καί

55

τίς φαντασιώσεις ενός υπερτροφικού εγκέφαλου, πού βρίσκεται, θαρρείς, σέ μόνιμη διέγερση. Στίς πιό ευτυχισμένες στιγμές του, καθώς, λόγου χάρη, στό παρακάτω απόσπασμα άπ* τόν "Ήρωα της Γάνδης. πετυχαίνει νά ισορροπήσει αυτά τά δύο αντίθετα στοιχεία:

Μετά τό τσάι καί τά μπισκοτάκια. προτού αρχίσει τό πιάνο, ή γυναίκα τοΰ Ξεντάδιν είχε πει νά τόν κρατούσαν γιά φαΐ, άλλα αυτός δέ δέχτηκε μέ κανέναν τρόπο, προφασιζόμενος δτι θά έφευγε νωρίς, νά πάει νά πλαγιά- σει. Τώρα, δμως, πού ήταν γιά νά φύγουν, δπως επέμενε δ Ξεντάδιν, γιά μιά βόλτα στην εφημερίδα, δέν εννοούσε νά ξεκολλήσει, καί απροκάλυπτα στήριζε τά μάτια του στό γλυκό ημικύκλιο πού σχημάτιζε τό ντεκολτέ της, λίγο πιό κάτω άπό τό όποιο αναπαυόταν στά μαλακά ^να απέριττο περιδέραιο άπό μαργαριτάρια, πού Ερχονταν σέ απόλυτη αρμονία μέ τό ωοειδές της πρόσωπο, μέ τό χρώμα τών παρειών της, καί μέ ολόκληρο τό σώμα της. θέλοντας μη θέλοντας, καί γιά νά μή δώσει στόχο στον Ξεντάδιν, δ όποιος μάλλον αδημονούσε νά βγει Ιξω παρά γνοιαζόταν γιά τ ' αποτελέσματα πού θά μπορούσε νά Εχει αυτή ή υπόθεση, πετάχτηκε απότομα άπό τήν πολυθρόνα άπό τήν οποία δέν ξεκόλλησε άπό τή στιγμή πού κάθησε, καί άφοΰ Εσκυψε καί της φίλησε τό αβρό χέρι μέ κρυφό πάθος, χωρίς νά τολμήσει νά τήν κοιτάξει στά μάτια, κατέβηκε μέ τόν Ξεντάδιν τίς περιστροφικές σκάλες μέ τή βεβαιότητα δτι της είχε μεταδώσει αυτό πού ήθελε, καί. δτι αυτή, μέ τή σιωπηρή της στάση, είχε πάρει τό σήμα καί είχε απαντήσει δτι ναί.

(σ. 85-86)

Τά μυθιστορηματικά πρόσωπα τοΰ Νίκου Καχτί- τση είναι, στην ουσία, παραλλαγές μιδς καί μόνης

56

μορφής, της δικής του. "Ολα τά γραφτά του είναι, μέ τήν πλατύτερη Εννοια, προσωπικά του ημερολόγια. Οί νεοσσοί τής λογοτεχνίας τοΰ Ποιοί οΊ Φίλοι, οί πολιορκημένοι άπ' τήν ατμόσφαιρα τής Αφρικής ήρωες των Φωνών καί τοΰ Εξώστη, ό πικρόχολα αποκαλούμενος «ήρωας» Στοππάκιος του "Ηρωα τής Γάνδης, δλοι τούτοι ξεγυμνώνουν καί ταυτόχρονα τυλίγουν σέ μιαν άχλύ ρομαντισμού τόν εσωτερικό κόσμο τού Καχτίτση. Αυτό βέβαια μπορεί νά λεχτεί γιά τους περισσότερους συγγραφείς. "Ομως, στον Καχτίτση, ή ταύτιση του, άν καί καμουφλαρισμένη, μέ τά πρόσωπα των κειμένων του είναι τόσο δυνατή πού βγαίνει συνέχεια στην επιφάνεια σάν φλέβα νερού πού δέν γίνεται νά δαμαστεί υπόγεια.

Ό Σ. Π. τού Εξώστη είναι αναγκασμένος νά ζεί εξόριστος, μακριά άπ' τήν πατρίδα του πού νοσταλ- γεί, λόγω μιας προδοσίας πού διέπραξε στά νιάτα του, καί νά σέρνει τό άγχος του στους ίδιους πάντα χώρους. ' Η ενοχή τού Σ. Π, δέν είναι κάτι τό εντελώς θολό κι αβέβαιο, δέν εγγίζει τά δρια τού εξωλογικού, δπως οί ένοχες πού τυραννούν τους ήρωες τού Κά- φκα. Ωστόσο, ή συγκεκριμένη φύση τοΰ εγκλήμα- τος του δέν μας δηλώνεται ποτέ, κι έτσι μπορούμε νά πούμε πώς ή ένοχη τού ήρωα είναι, σέ οξύτερη μορφή, ή αόριστη ενοχή γι' αυτό πού ό άνθρωπος ονόμασε «προπατορικό αμάρτημα». Ό Καχτίτσης είναι κακός αστυνομικός συγγραφέας, δταν δέν δια- λευκαίνει, ούτε στον Εξώστη ούτε στον "Ηρωα, τό συγκεκριμένο έγκλημα τοΰ ήρωα του, άλλα γιά τόν ίδιο λόγο είναι καί πιό πηγαίος καί πιό Εντιμος μέ τόν εαυτό του, μ' αυτό πού βαθύτερα διαισθάνεται μά ποτέ δέν συνειδητοποιεί απόλυτα: πώς δέν υπάρχει

57

συγκεκριμένο έγκλημα γιά τό όποιο ευθύνεται τό άτομο, πώς υπάρχει μόνο μιά κατάρα πού προϋπάρχει ή υπάρχει πέρα άπό τό άτομο. Δέν ήταν πρόθεση τοϋ Καχτίτση νά δώσει οικουμενικό χαρακτήρα στην περίπτωση του Σ. Π.. Θέλησε νά πεϊ μιαν ιστορία. Καθώς όμως ό Ι'διος ό Καχτίτσης αντιπροσώπευε στό άτομο του τό δράμα του ευαίσθητου άνθρωπου της εποχής μας, έτσι κι ό Σ. Π. του Εξώστη μπορεί νά παρθεί σάν ή προσωποποιημένη συνείδηση τής θνη- σιμότητας τοϋ καθενός μας. Ή κόλαση πού ζεϊ ό γηραλέος Σ. Π. είναι προβολή του εσωτερικού του αδιέξοδου, πού ανακουφίζουν μόνον προσωρινά οί ονειροφαντασίες του. Τό δράμα του είναι τό δράμα δλων των ξεριζωμένων.

Νευρωτικός τύπος είναι κι ή Γερτρούδη Στέρν, Ή Όμορφάσχημη (τίτλος, θά 'λεγε κανείς, τής ϊδιας τής ζωής), πού ό συγγραφέας ισχυρίζεται πώς γνώ- ρισε τυχαία, σ' ένα καφενείο (κάπου στην Ευρώπη ή καί στον Καναδά). Ή Γερτρούδη ή Γκέρτα, δπως τής αρέσει νά τή λένε, ομολογεί πώς έχει τη μανία νά μασά τά νύχια της, αφήνεται εύκολα σ' ονειροπολή- σεις, έχει βίαιες συναισθηματικές μεταπτώσεις. Οί περιπέτειες της μπορεί νά 'ναι αποκυήματα τής φαντασίας της ή μίγματα φαντασίας καί πραγματικό- τητας. Ανάλογες τάσεις φαίνεται νά έχει κι ή Ευρυ- δίκη του Ενυπνίου, δσο κι άν γενικά φαίνεται πιό συνηθισμένος τύπος γυναίκας. Γελά υστερικά δταν ό Γιώργης τήν ρωτά πώς λέγεται τό άρωμα πού φορά, αρχίζει νά περιγράφει ένα όνειρο πού είδε μά κόβει τήν αφήγηση της στή μέση, παθαίνει μικρή κρίση νεύρων δταν ό Γιώργης τής λέει ψέματα πώς έχει πληγωθεί, στό μέτωπο, κι εκτραχύνεται δταν

58

φτάνει ό άντρας της δημιουργώντας αμηχανία μέ τόν τρόπο πού του συσταίνει τόν νεαρό επισκέπτη της. Αξιοπρόσεχτος είναι ό διχασμός προσωπικότη- τας πού υπάρχει στά έργα Ποιοί οΊ Φίλοι καί Ό "Ηρωας της Γάνδης. Καί στά δυό, ό αφηγητής είναι ό τύπος του πληβείου έστέτ, πού δείχνει ν ' απασχολεί- ται μόνιμα, εφιαλτικά, μέ τόν κοινωνικά ανώτερο σωσία του. Ό Γεδεών, τό κακομαθημένο παιδί του πρώτου έργου, κι 6 Στοππάκιος του "Ηρωα, πού οί αντίστοιχοι «βιογράφοι» τους ψυχολογούν, θαυμά- ζουν, σατιρίζουν καί κατακρίνουν, δέν είναι άλλοι άπ' τά κρυμμένα εγώ των «βιογράφων» αυτών πού, στην ουσία, αύτοαποκαλύπτονται. "Εχουμε, δηλαδή, μιά λυρική καί δραματική απόδοση των δύο προσω- πικοτήτων του εκάστοτε αφηγητή, της πραγματικής καί της φανταστικής. Τό Ιδανικό του ανώνυμου αφη- γητή του Ποιοί οί Φίλοι καί του «Βανίλλια», αφηγητή του "Ηρωα, είναι οί αναπαυτικοί καναπέδες καί τά ρευστά αισθήματα του μεγαλοαστισμοΰ, τά αγαθά των ανθρώπων πού περιγράφουν. Νιώθουν, βαθύτερα, πώς τό υπαρξιακό τους άγχος κι ό εναγώνιος αίσθητι- σμός τους αδικούνται άπό τήν ταπεινή κοινωνική τους θέση. Επιθυμούν, λοιπόν, ένα περιβάλλον α- ξιοπρεπέστερο γιά τό άγχος τους, φθονούν εκείνους πού ζουν σέ τέτοιο περιβάλλον, οικτίρουν τή δική τους αδυναμία. Γιά νά τό πούμε πιό γραφικά, θά προτιμούσαν νά ύποχοντριάζουν σ' ένα παλάτι παρά σέ μιά χαμοκέλα.'*^

49. Πρβλ. μέ τό Σημείωμα 111 τοΰ Ό Μεν, δ Δέ καί δ Κος Λόβενθαλ, παρακάτω, σ. 77 καί μέ τή δήλωση πού αποδίδεται στην

Μ' αυτά τά δεδομένα, δέν πρέπει νά ζητούμε ολοκληρωμένους χαρακτήρες, μέ την παραδοσιακή έννοια τοϋ δρου, στά έργα του Καχτίτση. Μετά τό διάβασμα του "Ηρωα, θυμούμαι πώς έγραψα στον Καχτίτση γιά τό πρόβλημα αυτό παρατηρώντας πώς τά πρόσωπα του έργου του φαίνονται νά ελέγχονται άπ' τίς καταστάσεις πού περιγράφει κι δχι νά βγαί- νουν οί καταστάσεις αυτές άπ' τίς ιδιότητες καί τά χαρακτηριστικά των προσώπων.'ο "Εχουμε καί σ* αυτό τό σημείο κάτι τό αμφίρροπο, δπως στην περί- πτωση τής καλλιτεχνικής ευαισθησίας του Καχτί- τση, ενός είδους εφηβείας πού επιμένει καί χρωματί- ζει τά ωριμότερα του χρόνια, κάτι πού πρόσεξε ό Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης.'ΐ Τά πρόσωπα του Καχτί- τση συμπεριφέρονται συχνά σάν νευρόσπαστα κι ό αναγνώστης του εϋκολα μπορεί νά τ' αποδώσει αυτό στή συγγραφική αμέλεια του ϊδιου, πού ενδιαφέρεται νά εντυπωσιάσει τόν αναγνώστη μέ ορισμένα έφέ, ορισμένες σκηνές καί καταστάσεις, πού δείχνουν νά μήν βγαίνουν πάντα άπ' τό μηχανισμό των μυθιστο- ρηματικών του προσώπων, σέ σύμπραξη, βέβαια, ή σύγκρουση μέ τους εξωτερικούς παράγοντες, παρά νά ξεφυτρώνουν απροσδόκητα ρίχνοντας τά πρό- σωπα σ* έκσταση ή κατάπτωση, ανάλογα μέ τίς προτιμήσεις τοϋ συγγραφέα. Βαθύτερα, δμως, είναι ή καταπιεσμένη παιδικότητα του Καχτίτση πού λει-

Φρανσουάζ Σαγκάν: «Προτιμώ νά κλαίω σέ μιά τζάγκουαρ παρά σέ μιά καλύβα».

50. ' Η άποψη αναπτύσσεται στό κριτικό μου σημείωμα γιά τό Εργο. Βλ. Λεηιδοπτερολόγος, σ. 136.

51. Βλ. Λεηιδοπτερολόγος, σ. 28-30.

60

τουργεϊ κάτω άπ' αυτά τά πράγματα. Καί, πλατύτερα, ή εισβολή τοΟ μοντέρνου μεταφροϋδικου στοιχείου, μέσα στους συμβατικούς κανόνες του παραδοσιακού μυθιστορήμ^^τος πού επιδιώκει την εξωτερική συνέ- πεια πλοκής καί προσώπων. Μόνο πού ή εισβολή του μοντέρνου, στον Καχτίτση, δέν είναι καθολική, γιατί δέν θά τήν ανεχόταν ό ϊδιος.52 Ό Καχτίτσης κινή- θηκε ανάμεσα στην ανάγκη νά χτίσει συνεπείς, αδρά διαγραμμένους χαράκι ϊρες, μέ τήν παραδοσιακή έν- νοια του δρου, καί τήν παρόρμηση νά δώσει τή φύση του άνθρωπου δπως τήν ένιωθε νά είναι βαθύτερα, δηλαδή αντιφατική.

Λογοτεχνία, γιά τόν Καχτίτση, δέν ήταν ή ψύ- χραιμη κατασκευή επεισοδίων καί ανθρώπινων χα- ρακτήρων πάνω σ' ορισμένα καλούπια ή κάτω άπ' τό κράτος μιας ορισμένης ιδεολογίας, άς είναι κι ή πλατύτερα ουμανιστική ιδεολογία ενός συγγραφέα σάν τόν Αντώνη Σαμαράκη. Τόν Καχτίτση ενδιέ- φερε ή σύλληψη, καταγραφή καί σάρκωση σέ λόγο λεπτών στοχασμών καί μύχιων αισθημάτων, δπου τό υποσυνείδητο τροφοδοτεί τό συνειδητό μέ τό κιαρο- σκοϋρο του, κρύβει άλλα κι αποκαλύπτει, δπως ή

52. Ωστόσο, τό πρωτόλειο αφήγημα τοΟ Καχτίτση «Ό Θάνα- τος τοϋ Κροκεβιλέ» ή πιό πρόσφατη ανατύπωση του είναι στό βιβλίο τών Γ. Γώτη, Δ. Κράγκαρη, Ά. Φουσκαρίνη, Ανθολογία Ηλείων Λογοτεχνών (Λεχαινά, 1981), σ. 166-167— Ιχει στοιχεία υπερρεαλιστικά πού θά δικαιολογούσαν, μαζί μέ δλλα δεδομένα άπ* τά δόκιμα δργα τού Καχτίτση, τήν δνταξή του στό βιβλίο τής Φραγκίσκης Άμπατζοπούλου, Αέν "Ανθισαν Ματαίως, Ανθολο- γία Ελλήνων Υπερρεαλιστών ("Αθήνα, Νεφέλη, 1980). Βλ. καί σημ. 32, παραπάνω.

61

τέχνη εμπρεσσιονιστοϋ, τα περιγράμματα των προ- σώπων καί του χώρου τους.

' Ο Καχτίτσης μπορεί νά έχει «γονατίσματα» στό έργο του, μά συνολικά κυμαίνεται μέσα στά δρια του εκλεκτού• δέν γλιστρά, δηλαδή, οϋτε στή λύση της γυμνής κραυγής (μ* δλο πού δέρνεται άπό ένα σωρό συγκινήσεις πού ζητούν διέξοδο) ούτε στην απλή διακόσμηση. Τ' άραβουργήματα πού χτίζει κάποτε μέ τό λόγο είναι διάτρητα άπό αίσθημα. Ζητούσε απεγνωσμένα τίς «αντικειμενικές συστοιχίες», θέλο- ντας νά πιαστεί άπό κάπου, νά πειθαρχήσει τίς ρευστές καταστάσεις πού είχε μέσα του οί περιοδι- κές του έξοδοι στην πολιτική δράση κι ή πολιτική καί κοινωνική του αρθρογραφία, παλιότερα στην αθηναϊκή εφημερίδα «Ελευθερία» καί, κατά τή δι- κτατορία, σέ εφημερίδες του Μόντρεαλ, ήταν κι αυτά μιά τέτοια αναζήτηση «αντικειμενικής συστοιχίας». Στίς άλλες τούτες αναζητήσεις του, απέτυχε νά βρεϊ ικανοποίηση, γιατί, βαθύτερα, ήταν υπερβολικά έντι- μος γιά νά κάνει τους συμβιβασμούς πού συνήθως απαιτούν τέτοιες δραστηριότητες. Είναι λοιπόν τό λογοτεχνικό του έργο όπου κινήθηκε μέ κάποια ελευθερία καί άρτιώθηκε, μέχρι σ' ένα βαθμό, αισθη- τικά ό Νίκος Καχτίτσης, έργο ιδιότυπο, πού πρέπει νά γραφτεί στό ενεργητικό τής νεοελληνικής λογο- τεχνίας.

,4^.

<^^/^

62

ΟΙ ΠΡΟΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΧΤΙΤΣΗΐ

Τό ΚοΓπαη ο. οΙοΓ είναι μιά μορφή μυθιστορήματος δπου πραγματικά περιστατικά μασκαρεύονται σάν πλαστά.2 Άπ' τήν άλλη πλευρά, είναι ποικίλοι οί τρόποι μέ τους οποίους μπορεί 'ένας συγγραφέας νά παρουσιάσει τήν πλαστή του ιστορία σάν ντοκουμέ- ντο. Ποικίλλουν καί τά κίνητρα γιά ενα τέτοιο εγχεί- ρημα. Είναι πολύ πιθανόν πώς ή Μαίρη Σέλλεϋ δέν είχε τήν πρόθεση νά παίξει, πώς ήταν ειλικρινής στην προσπάθεια της νά κάνει πιό πειστική τήν τρομαχτική ιστορία του Φρανκεστάιν στους αστούς αναγνώστες της. Τό κλασικό τούτο θρίλερ πλαισιώ- νουν κάποια γράμματα πού υποτίθεται πώς έστειλε ένας "Αγγλος ναυτικός, ό Ρ. Γουόλτον, στην αδελφή

1. Ή μελέτη τούτη έχει αυτοτέλεια. Γι" αυτό καί τυπώνεται ξέχωρα άπ' τήν ΕΙσαγωγή στό "Εργο του Νίκου Καχτίτση. Ανακοινώθηκε, αγγλικά, στό σεμινάριο γιά τόν πρόλογο ώς λογοτεχνικό είδος, πού οργάνωσε ή Καναδική ' Εταιρία Συγκριτι- κής Λογοτεχνίας στό Παν/μιο τής Βρετανικής Κολομβίας (Βαν- κούβερ), στίς 4 Ιουνίου 1983. Πρωτοδημοσιεύτηκε, ελληνικά, στό περιοδικό Ή Λέξη, 50 (Δεκέμβριος 1985).

2. Παράδειγμα τό έργο τοΰ γνωστού στην Ελλάδα "Αμερικα- νού ποιητή ^^^η^8 ΜβΓΓΐΠ, ΤΗβ (ΒϊΝοί) ΝοίβύοοΙί (Νΰ>ν ΥοΓίί, ΑΐΗβηουπι, 1965), δπου μυθοποιείται μία περίοδος στή ζωή τοΰ συγγραφέα, δταν διέμενε στον Πόρο, τήν Αθήνα κι άλλα μέρη τής Ελλάδας μέ τή συντροφιά τού μέντορα του Κίμωνα Φράιερ καί άλλων υπαρκτών προσώπων.

63

του, στην Αγγλία. Έκεϊ αφηγείται ό Γουόλτον δχι μιαν ιστορία πού έζησε ό ίδιος, άλλα πού δκουσε πάνω στό καράβι του άπό τά χείλη ενός μυστηριώ- δους ξένου. Στά γράμματα πάλι, προτάσσεται καί πρόλογος μέ εξηγήσεις πάνω στους λόγους πού ώθησαν την συγγραφέα νά γράψει τό Ιργο της καί μ' αναφορές στον "Ομηρο, τόν Σαίκσπηρ, τόν Μίλτον, άλλα καί τόν Δαρβίνο. Παρόμοια, άλλα καί μ* εμφανή τή διάθεση τοϋ παιγνίου, ό Εμμανουήλ Ροΐδης πρόταξε στην Πάπισσα Ιωάννα δύο μακρού- τσικες μελέτες, δπου δίνει κάμποσα στοιχεία άπ' τά παρασκήνια της ιστορίας τοϋ Βατικανού κι άπ* τή λαϊκή παράδοση, γιά νά ενισχύσει στον αναγνώστη του τή ν αληθοφάνεια του μεσαιωνικού του ρομάντζου.

' Ο Καναδός συγγραφέας ' Οράτιος Γκίλμπερτ Πάρ- κερ βασίστηκε κι αυτός πάνω σέ παραδομένο υλικό, πού του έπεσε στά χέρια, γιά νά γράψει τό μπέστ-σέ- λερ του, γιά κείνη τήν εποχή, Οί Θώκοι των Δυνατών (1896). Στον βραχύ του πρόλογο, ό Πάρκερ φρόντισε νά εξηγήσει γιατί ή «πεποιημένη του ιστορία» δέν ήταν σέ «δυσαρμονία μέ τήν πραγματικότητα».

' Η παλαιική συνήθεια τέτοιων μυθιστορηματικών προλόγων φαίνεται νά ξαναγυρίζει στον εικοστό αΙώνα, άλλα μέ μιά βασική διαφορά. Κύριο κίνητρο, τώρα, ενός τέτοιου προλόγου είναι ή διακωμώδηση του είδους, δέν αποκλείονται δμως καί σοβαρότερα κίνητρα. Συμβαίνει καμιά φορά νά είναι αμφίρροπο τό αποτέλεσμα. Άπ' τό *να μέρος, ό συγγραφέας Ισχυρίζεται πώς θέλει ν' αποκαταστήσει τήν αλή- θεια. Άπ* τ* άλλο μέρος, διαφανής πρόθεση του είναι νά κάνει τόν αναγνώστη νά εκτιμήσει τόν πρόλογο του σάν μύθευμα. Καμιά φορά, ό πρόλογος

64

συναγωνίζεται τό μυθιστόρημα πού εισάγει, ένώ ταυ- τόχρονα έξάτττει τό ενδιαφέρον του αναγνώστη γι* αυτό.

Οί πρόλογοι τών δύο μεγαλύτερων ζργων του Νίκου Καχτίτση, της νουβέλας Ό Εξώστης καί του μυθιστορήματος (δπως τό απεκάλεσε ό ϊδιος ό συγ- γραφέας του) Ό "Ηρωας της Γάνδης, ανήκουν κι αυτοί στην κατηγορία τέτοιων «ντεμοντέ» προλόγων. ' Ο πρόλογος του Εξώστη είναι σύντομος καί σοφά γραμμένος, ?τσι πού νά διεγείρει τό ενδιαφέρον μας γιά τήν ιστορία πού τόν ακολουθεί:

Γ/ς σελίδες πού ακολουθούν τίς βρήκα, νοτισμένες άπό μία τροπική μούχλα, μαζί μ ' ίνα σωρό άχρηστα χαρτιά, ϊτοιμα γιά κάψιμο, στό υπόγειο ίνός βιβλιοπωλείου, δπου δούλευα κάποτε ως ταξινομητής. Πρόκειται γιά τό ιστορικό των τελευταίων στιγμών ενός πού ίχει νά δώσει λόγο γιά τίς πράξεις του.

Πρίν τίς παραδώσω σε μορφή βιβλίου στή διάθεση του φιλόμουσου ελληνικού κοινού, θεωρώ υποχρέωση μου νά ευχαριστήσω καί δημοσία, μέ τίς άτεχνες αυτές γραμμές, τόν παλαιό νοσοκόμο, καί ήδη αξιωματούχο του Στρατού της Σωτηρίας κάποιας ξένης χώρας, Κον Ρεάλον Δελωριέν, γιά τή βοήθεια πού μοΰ έδωσε στή μετάφραση άπό τά φλαμανδικά, γλώσσα στην οποία ήταν γραμμένο τό χειρόγραφο. Έδώ κι έκεϊ, δπου τό έθεώρησα απαραίτητο, ^ανα μερικές ελαφρές διορθώ- σεις, προσθήκες ή αφαιρέσεις.

Τέλος, σημειώνω δτι μάταια προσπάθησα, χρόνια τώρα, ερχόμενος σέ επαφή μέ κάποια αποικιακή αρχή, καί μέ μιά άλλη της βορινής Ευρώπης, μήπως ανακα- λύψω τό πραγματικό δνομα του συγγραφέα. Κατά τά φαινόμενα, θά μείνει γιά πάντα άγνωστος. Έπιφυλάσσο-

65

μαι νά δημοσιεύσω καί άλλα χαρτιά του Ίδιον πού είναι ακόμη στά συρτάρια μου, αταξινόμητα.

Ο ΕΚΔΟΤΗΣ

' Ο πρόλογος του "Ηρωα της Γάνδης είναι αρκετά μεγαλύτερος καί πιό περίπλοκος. Ό «έκδοτης» Κα- χτίτσης ισχυρίζεται πώς ή αρχική του αδυναμία νά εντοπίσει τόν συγγραφέα του ημερολόγιου πού απο- τελεί τόν Εξώστη καί πού του ήταν γνωστός μόνον άπό τ' αρχικά του, Σ. Π,, κι ή συγκεχυμένη κατά- σταση των άλλων χαρτιών πού είχε στή διάθεση του, έχει πιά ξεπεραστεί. "Ενας γηραλέος τύπος, πού έτυχε νά διαβάσει τό προηγούμενο βιβλίο, του έχει στείλει κάτι άλλα χειρόγραφα, πού αφορούν τά νεα- νικά χρόνια του μυστηριώδους Σ. Π., προτού δηλαδή βρεθεί ό Σ. Π., κυνηγημένος άπό κάτι, στην Αφρική καί γράψει τό ημερολόγιο του. Αυτό ακριβώς τό καινούριο υλικό εκδίδει τώρα μέ τόν είρωνικό τίτλο Ό "Ηρωας της Γάνδης.

' Ο πρόλογος του έργου θά μπορούσε νά ' χε σταθεί σ* αυτά. "Ομως ό Καχτίτσης δέν μπορεί ν' αντιστα- θεί στον πειρασμό τής μεγαλύτερης πλεκτάνης καί περιγράφει, μ* έκδηλη απόλαυση, τήν εμφάνιση καί τήν κατάσταση του φακέλου πού πήρε άπ* τόν άγνωστο του γέροντα, καθώς καί τά περιεχόμενα του φακέλου, συμπεραίνοντας άπ' αυτά, μ' έξημμένη φαντασία, τήν προσωπικότητα του επιστολογράφου του.

Λυπούμεθα πού πρέπει νά τονίσουμε επίσης δτι δ επι- στολογράφος μας, άπό υπερβολική φαίνεται συναίσθηση τοΰ δ,τι ίγραφε (καί τοΰ πώς τό ίγραφε), είχε αφήσει τό

66

γραφικό του χαρακτήρα νά χειροτερέψει αντί νά γίνει καλύτερος - δπως άπό κάθε ένδειξη επιθυμούσε. "Ετσι, έκτος του δτι τά γράμματα δέν ήταν Ισομεγέθη, ενα κύμα άπό λέξεις έγερνε προς τήν ανατολή, άλλο προς τή δύση, άλλο δώθε, άλλο κεϊθε, ώστε τό χειρόγραφο μας έδωσε έκ πρώτης δψεως τήν εντύπωση χόρτων πού τά συνε- παίρνει ίνας τρελός αποκριάτικος άνεμος.

Αυτό μας έκανε νά συμπεράνουμε δτι δέν αποκλειό- ταν νά έπασχε άπό αρθριτικά των άκρων, τή στιγμή άλλωστε πού κάνει κάποια σχετική νύξη κι δ ίδιος, άλλα δτι πάντως κρατούσε συστηματικά, άπό παλιά συνήθεια, τό μικρό του δαχτυλάκι τεντωμένο πάνω στό χαρτί σάν αναλόγως σταθερό υποστήριγμα του χεριού πού χά- ρασσε τίς γραμμές.

Ή αμηχανία του καί ή σπουδή μέ τίς όποιες έγραφε σ' έναν άγνωστο μέ διάθεση νά τόν εντυπωσιάσει φαίνονται κι άπό ένα άλλο: Σε καίριο σημείο κάποιας άπό τίς σελίδες διάκρινε κανείς τά κακοσβησμένα ίχνη μιας παλαμιαίας μουτζαλιάς, πού είχε προκαλέσει ή ξαφνική εξόρμηση, πίσω άπό τήν πλάτη του, κανενός γάτου (πού αναποδογύρισε τό μελανοδοχεϊο) ή καμιά σπασμωδική χειρονομία του ίδιου πού τήν υπαγόρευαν οί περιστάσεις.

Πάντως, ένώ είχε καταφέρει νά γίνουν οΐ αράδες του οπωσδήποτε παράλληλες, γραφολογικά ό χαρακτήρας του πρόδιδε άνθρωπο ύποχονδριακό σέ σημείο παρα- φροσύνης, πού μέ χουφτωμένο τόν κοντυλοφόρο δπως ένας άλλος θά χούφτωνε ένα ορισμένο γενν. δργανο ήταν μαζεμένος κι άνασκουμπωμένος προς τό πάνω μέρος του σώματος• ακριβώς σάν καμιά ρουφήχτρα, προερ- χόμενη άπό τό ίδιο τό χαρτί, νά ρουφούσε δλο τό μπροστινό μέρος του προσώπου του. παραμορφώνοντας το σέ σχήμα μουσούδας μηρυκαστικού ζώου. θά έλεγες πώς ύποτονθόρυζε μία προς μία τίς λέξεις πού σύνθετε ή ακίδα, καί πώς τό αυτί του, στημένο προς τό μέρος άπ '

ω

δπου ερχόταν τό γρατζούνισμα, ηδονιζόταν στό άκου- σμα της.

Τό φανταστικό πορτραίτο του δγνωστου γέροντα γίνεται έτσι τό κέντρο ενδιαφέροντος του προλόγου, ενώ 6 Σ. Π., τό αντικείμενο της ιστορίας, αποσύρεται στή σκιά, τουλάχιστον μέχρι νά τελειώσουμε τό διάβασμα του προλόγου καί νά μπούμε στό πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, δηλαδή τό έτιεξηγηματικό γράμμα του γέρου πού συνόδευε τά χειρόγραφα του. Μ' άλλα λόγια, 6 πρόλογος του "Ηρωα μπορεί νά σταθεί μόνος του, κι δχι μόνον αυτό, άλλα καί συναγωνίζεται καί τό ϊδιο τό μυθιστόρημα πού πλάι στίς υφολογικές αρετές του παρουσιάζει κάποια ψε- γάδια πλοκής.

Στον Καχτίτση άρεσε τό παράδοξο καί φαίνεται νά φρόντισε πολύ τούτο τό πορτραίτο τοϋ γηραλέου επιστολογράφου, πρίν τόν αφήσει νά μιλήσει στό κύριο μέρος τοϋ βιβλίου. Άλλ' υπάρχει καί μιά άλλη, υποσυνείδητη ϊσως, σοβαρή όμως, πρόθεση κάτω άπ' τήν παιχνιδιάρικη επιφάνεια τοϋ προλόγου τοϋ "Ηρωα. καί σ' ένα μικρότερο βαθμό καί τοϋ προλόγου τοϋ Εξώστη. Ό συγγραφέας Καχτίτσης είναι απλώς ό «έκδοτης» τοϋ χειρόγραφου κάποιου άλλου καί δέν μπορεί νά * ναι υπεύθυνος γιά τά δποια ελαττώματα τοϋ έργου του, στην πλοκή, τόν χαρα- κτηρισμό τών προσώπων, στην τοπική καί χρονική συνέπεια. "Ετσι, ό πρόλογος παίρνει καί τή μορφή ασπίδας πού σηκώνει ό συγγραφέας μπροστά του, ενάντια σέ πιθανές επικρίσεις τής δουλείας του.

Στον Πρόλογο ενός σύγχρονου καναδικού μυθι- στορήματος, Τά Πεπρωμένα τοϋ Φάρδινγκ (1971) τοϋ

68

Ρίτσαρντ Ράιτ, ό αναγνώστης προειδοποιείται ανοι- χτά γιά τόν «τραχύ» χαρακτήρα του απομνημονεύμα- τος πού πρόκειται νά διαβάσει.

Στό διάστημα μερικών μηνών, δ κ. Φάρδινγκ μίλησε γιά τη ζωή του καί τόν καιρό τον σ' ενα μαγνητόφωνο... Αυτά πού θ' ακούσετε είναι τά ίδια του τά λόγια. Αποφύγαμε κάθε σχολαστική επέμβαση στό κείμενο της ηχογράφησης, με τήν ελπίδα νά κρατήσουμε τήν υφή καί τόν τόνο τοΰ άνθρωπου. "Ετσι παραμένουν στό κείμενο κάποιες προφανείς αντιφάσεις, πού μπορεί νά ενοχλήσουν μερικούς αναγνώστες...

Ό Καχτίτσης βέβαια δέν τά λέει αυτά στους δικούς του προλόγους. Διαφανής δμως είναι, κάτω άπ* τίς γραμμές των προλόγων του, ό διπλός σκοπός του, νά παίξει με τόν αναγνώστη παρωδώντας αυτόν τόν τύπο προλόγου πού είχε προσέξει στην άνά- γνοοσή του παλιών βιβλίων καί ταυτόχρονα νά εξα- σφαλιστεί ενάντια σέ πιθανή κατάκριση γιά τόν τρόπο ή τά περιεχόμενα του αφηγήματος του.'

Ό Χένρυ Τζέημς λέει, στή συζήτηση του γιά τόν Μωπασάν, στό έργο του Μερικά Πορτραίτα (1889)'*, δτι δσο πιό σύντομες είναι οί εξηγήσεις πού δίνει Ινας συγγραφέας γιά τά έργα του τόσο τό καλύτερο.

3. "Άλλος φαίνεται πάλι νά είναι ό σκοπός τοΰ Στράτη Μυριβήλη, νά δώσει ιστορικότητα καί επικό χαρακτήρα στην Ιστορία του, δταν υποκρίνεται, στον πρόλογο του της Ζωής έν τάφω, πώς εκδίδει χειρόγραφα σκοτωμένου λοχία πού βρήκε σέ κάποιο σεντούκι.

4. Μερικά, μέ τήν Εννοια τοΰ «έν μέρει».

69

Ό Τζέημς είχε ασφαλώς ύπόψει του θεωρητικούς ή «μορφωμένους» προλόγους (τύπου Ροΐδη), πού αφθο- νούσαν τόν δέκατο ένατο αιώνα. Ή ρήση του δέν ισχύει γιά προλόγους, δπως είναι αυτοί του Καχτί- τση, στον Εξώστη καί τόν "Ηρωα της Γάνδης, πού μέ τόν πλαστό τους χαρακτήρα του ντοκουμέντου καθιε- ρώνουν τόν πρόλογο σάν ένα ξεχωριστό βεπΓε.

70

ΝΙΚΟΥ ΚΑΧΤΙΤΣΗ

Ό Μέν, ό Δέ καί ό Κύριος Λόβενθαλ

(Σημειώματα άπό ϊνα ανολοκλήρωτο αφήγημα)^

Στά σκόρπια χαρτιά πού άφησε πίσω του πεθαί- νοντας ό Νίκος Καχτίτσης καί πού προσπάθησα, μέ τη βοήθεια της κυρίας Θάλειας Καχτίτση, νά βάλω σέ κάποια τάξη τό καλοκαίρι του 1970, υπήρχε κι ένας κίτρινος φάκελος μέσου μεγέθους μέ ιδιόγραφη άπό τόν Καχτίτση επιγραφή: Ό Μεν, Ό Δέ καί ό Κος Λόβενθαλ ή Ή "Εμπνευση (Σημειώματα). Τό περιεχό- μενο του φακέλου ήταν 58 στενές λουρίδες κίτρινου χαρτιού μέ χειρόγραφα σημειώματα πού κάποτε γέμι- ζαν τή λουρίδα τους, τίς περισσότερες φορές δμως ήταν σύντομα. Δυό-τρία άπ* αυτά φέρουν διορθώσεις μέ κόκκινο μελάνι καί τέσσερα συνεχίζονται στην πίσω μεριά τής λουρίδας. Ή πρώτη λουρίδα επανα- λαμβάνει τήν επιγραφή του φακέλου αντεστραμμένη καί μέ μονογράμματο τό «καί», δηλαδή: Ή "Εμπνευση ή δ Μέν, δ Δέ & ό Κος Λόβενθαλ, άλλ' ούτε αυτή ούτε

1 . Πρώτη δημοσίευση στον Άμάρανθο ΤΗβ ΑτηαΓαηίΗ (ΒιιΠβ- Ιϊη οί ΐΗο ΜοάβΐΏ ΟΓίοΙς 8ΐυ<1ΐβ8 Ργο^γ&πι, υηϊνοΓδϊΐχ οΓΤοΓοηΐο), 8 (1984), 3-24.

71

οί υπόλοιπες λουρίδες αριθμούνται. Πρόκειται, κα- ταπώς φαίνεται, γιά μιά πρώτη δλη, πού μάζευε ό Καχτίτσης γιά τή γραφή διηγήματος ή νουβέλας μέ τόν παραπάνω τίτλο. Γιά τό σχέδιο του είχε γράψει καί στον *Ε. Χ. Γόνατα σέ δύο διαφορετικές του επιστολές, τό 1965. Αντιγράφω τό σχετικό χωρίο άπ* τό Υστερόγραφο της πρώτης επιστολής (9-13 "Οκτωβρίου του *65):

Σήμερα τό πρωί, μέ την ομίχλη, δπως πήγαινα στη δουλειά, οπλισμένος μέ ομπρέλα επιμελώς τυλιγμένη κατά τό αγγλικό σύστημα, μου δημιουργήθηκε στό μυαλό ή έξης φράση, σάν αρχή διηγήματος: «Μέσα στην καταχνιά μιας γωνιάς του πάρκου, δύο κύριοι προχωρη- μένης ηλικίας άλληλοσπαθίζονται μέ τίς κλειστές ο- μπρέλες τους, ξεκαρδισμένοι στά γέλια. Μαζεύεται κό- σμος, καταλαβαίνουν δτι γίνηκαν ρεζίλι. Αποχωρούν σά βρεμένοι γάτοι. Άλλα ένώ δίνουν τήν εντύπωση σ' ϊναν παρατηρητή, δ όποιος άπό σχετική απόσταση τους παρακολουθούσε, μή αναμεμιγμένος μέ τό τσούρμο, δτι θά περάσουν τό βράδι τους μαζί, προς μεγάλη του Ικπληξη χωρίζονται σέ λίγο καί δ μίέν ίνας παίρνει τό λεοχρορεΐο γιά κάποια βόρεια συνοικία της πόλης, ό δέ άλλος παίρνει ταξί, καί πάει σέ κάποια κυρία της ηλικίας του, ή δποία μένει μόνη στην "κάτω πόλη", σ' Ινα διαμέρισμα πού δέ φωτίζεται καθόλου άπό τό φως της μέρας, καί στό δποϊο (διαμέρισμα) επικρατεί μία ατμό- σφαιρα των {\ν€ηΐϊ€5^...»

Στή δεύτερη επιστολή (7 Δεκεμβρίου 1965), πού φαίνεται νά είναι κι ή χρονολογικά αμέσως έπό-

2. Τής δεκαετίας 1920-1930. 72

μένη της παραπάνω, διαβάζουμε ανάμεσα στ* άλ- λα:

"Οταν σας ταχυδρόμησα τό τελευταίο μου [γράμμα/, δπου σας σημείωσα τό περιστατικό στό πάρκο (μέ τους... μονομάχους), είπα άπομέσα μου. Νά Ιδέϊς πού θά μου γράψει νά τό κάνω διήγημα. Καί ώ του Θαύματος! "Οταν ήρθε τό γράμμα σας είχαν γραφεί 40 σελίδες βως τώρα στό 2ο χίρι), πού ήδη συνεχώς πλουτίζοντω μέ τή μέθοδο τών χαρτιδίων, κουτιών άπό τσιγάρα, αποκομ- μάτων περιοδικών, εφημερίδων κλπ.* Τό θαΰμα. τό φθινοπωρινό, έπετελέσθη - όπως άνεμένετο (φθινόπωρο καί άνοιξη πάντοτε αρχίζω κάτι). Ήδη. Ιχω τόν πλήρη ίλεγχο του δλου κειμένου, ϊστω κι άν δέν τό ϊχω οργανώσει στην τελειωτική του μορφή, τό ρίοί^ είναι Ετοιμο, καί ξέρω ποιο είναι τό τέλος - τέλος πού σέ άλλες περιπτώσεις μπορεί νά μ ' απασχολήσει χρόνια ολόκληρα. "Οπως ήταν επόμενο, μπήκαν κι άλλα πρό- σωπα στή μέση, πού ξεπετάχτηκαν ένώ τό γράψιμο ήταν έν προόδω, δποας επίσης πλουτίστηκε τό εμβρυώδες εκείνο περιστατικό μέ χίλια δυό άλλα. πού ξεπήδησαν σάν συνέπεια τών παραπάνω κ.λπ. Τό διέπει, δλο τό κείμενο, Ενας κωμικοτραγικός τόνος - δπως θά καταλά- βετε κι άπό τόν τίτλο, ό όποιος είναι: « Ό Μέν, δ Δε καί δ Κος Λόβενθαλ»...*

Άπό τίς ενδιαφέρουσες πληροφορίες πού περιέχει

Κουβαλάω πάντοτε εΙδικό βιβλιάριο γιά σημειώσεις, άλλα δεμοϋ κόβει νά τό χρησιμοποιήσω ποτέ.

3. Ή πλοκή.

4. Ευχαριστώ τόν κ. 'Ε. Χ. Γόνατα, πού μοΰ επέτρεψε νά περιλάβω έδώ τμήματα τών δύο ανέκδοτων επιστολών τοϋ Καχτί- τση. .

73

τό παραπάνω απόσπασμα ττ\ς επιστολής του Καχτί- τση, μόνον ή πληροφορία περί χαρτιδίων επιβεβαιώ- νεται άπ' την ύπαρξη των σημειωμάτων πού δημο- σιεύω παρακάτω, ενώ κατά τά άλλα μπορούμε απλώς ν' αναρωτηθούμε: Υπήρξε πράγματι κείμενο σαρά- ντα σελίδων πού παρέπεσε; Υπήρξε, καί στη συνέ- χεια τό εκμεταλλεύτηκε ό Καχτίτσης, εγκαταλείπο- ντας την ιδέα τού διηγήματος, γιά νά ενισχύσει ορισμένες σκηνές τού "Ηρωα της Γάνδης, τού 'έργου πού τόν απασχολούσε ζωηρά ή ολοκλήρωση κι ή εκδοσή του εκείνη τήν εποχή; (Κάποια δούναι καί λαβείν, λ. χ., τών φίλων Στοππάκιου καί Ξεντάδιν, στον "Ηρωα, μπορεί νά εμπνέονται άπ' τά δεδομένα τού ανολοκλήρωτου Ό Μεν, ό Δε καί δ Κος Λόβεν- θαλ.) Δέν είναι δμως απίθανο καί νά εφευρίσκει, τήν ώρα πού γράφει τό γράμμα του, 6 Καχτίτσης τίς περισσότερες πληροφορίες πού δίνει στον Γόνατα, παρασυρμένος άπό μιά μανία επίδειξης κι άπό μίαν αρκετά αθώα φιλοδοξία νά δείξει πώς ό δημιουργικός του οίστρος δέν είχε μειωθεί. Ενθουσιαζόταν εύ- κολα κι άφηνε τή φαντασία του νά καλπάζει. "Ετσι, κάπου άλλου διατείνεται δτι έχει πλούσια συλλογή φωτογραφιών (τιέντε χιλιάδων, δπως διευκρινίζει) άπ* τόν Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, κάτι πού οπωσ- δήποτε δέν ήταν αλήθεια. Δέν είναι λοιπόν απίθανο νά «παίζει» κι έδώ. "Εχουμε, δμως, αυτά τά ενδιαφέ- ροντα σημειώματα, πού δημοσιεύω μέ τή σειρά στην οποία βρέθηκαν, αριθμώντας τα, ώστε νά διευκολύνε- ται ή παραπομπή σ' αυτά μελλοντικών σπουδαστών τού έργου τού Καχτίτση. Προσθέτω πώς θά 'ταν μάταιο ν' αλλάξει κανείς τή σειρά τών σημειωμάτων γιά ν' αποτυπώσει τ' άχνάρια μιας ορισμένης πλο-

74

κής, άφου γιά τόν ϊδιο τόν συγγραφέα τους μπορεί νά μην είχε ιδιαίτερη σημασία αύτη ή σειρά.

Πρωτότυπος ό τίτλος της ανολοκλήρωτης τούτης νουβέλας, Ό Μεν. ό Δε καί ό Κος Λόβενθαλ, καί χαρακτηριστικός του Καχτίτση: τό «Λόβενθαλ» θά πρέπει νά τόν τράβηξε κι ακουστικά. « ' Ο Μέν, ό Δέ», πάλι, καθρεφτίζει την εσωτερική διαίρεση του Κα- χτίτση καί τίς αντιφάσεις του, καί, πιό αντικειμε- νικά, τή Μεσογειακή έννοια της φιλίας. Οί δύο άντρες μπορεί νά 'ναι κάποτε αντίζηλοι, άλλ', εϊτε δρουν είτε αδρανούν, είναι συνήθως μαζί. Τά θέματα πού δηλώνονται σέ τούτα τά σημειώματα είναι, κι αυτά, τυπικά του Καχτίτση: μιά παιδική αθωότητα πού επιμένει• ή αγάπη τού παχνιδιού, της έξυπνης «ζαβολιάς», πού κάνει τή ζωή πιό ανεκτή καί πού έχει μεγαλύτερη γοητεία δταν γίνεται με τή σύμ- πραξη ή γνώση ενός άλλου, του φίλου• ή αίσθημα- τοποίηση τού παρελθόντος, ή αίγλη της Βεΐΐε Ερο- ςυε καί του μεσοπόλεμου. Οί γυναίκες είναι οί μυστηριώδεις άλλες, ερωτικά αντικείμενα πού δέν κατακτώνται ποτέ ολωσδιόλου άλλα πού είναι, δπως ό ίδιος ό Καχτίτσης, υπερευαίσθητες καί αντιφατι- κές. Μας σταματούν καί μερικότερα θέματα, καθώς είναι τό «κοιμητήρι», κοινός τόπος τού ρομαντισμού, καί ή γνωριμία μέ κάποια ωραία άγνωστη στό τρένο.' Βρίσκουμε γενικά έδώ, δσο καί στά δόκιμα έργα τού Καχτίτση, έναν ενδιαφέροντα κόσμο πού συνυφαί- νουν οί λαϊκές κι επαρχιακές καταβολές τού Καχτί- τση καί ή έφεση του γιά τό εξωτικό, τό άλλο, τό συχνά φανταστικό.

5. Βλ. τό αφήγημα «Ριρίκα καί Κυλλήνη», στό Λεπιδοπτερολό- γος, σελ. 157 κ.έ.

75

ΤΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ

Ι

Όσμή φωταερίου πού επίσης έχουν στιγματίσει επανειλημμένως οί αρθρογράφοι των εφημερίδων, χωρίς νά ξέρουν δτι γιά πολλούς, καί συγκεκριμένα γιά τους δυό ήρωες μας, αποτελεί πανάκεια, γιατί τό συνδέουν (την όσμή) μέ παλιές μέρες, πολύ πρίν γεννηθούν, πού ήταν στίς δόξες του τό φωταέριο, μέ αμυδρά φώτα σέ ερημικές πλατείες του Λονδίνου, δπου γίνονται τά τέλεια εγκλήματα κ,λπ. (εμβάθυνε).**

II

Ή...: Τύπος αισθησιακής, συνάμα υστερικής, γυ- ναίκας, πού μόλις τήν αγγίξεις μέ τό μικρό σου δαχτυλάκι είναι ίκανή νά τιναχτεί στον αέρα σά μαριονέττα. παραλύει εντελώς επίσης σά μα- ριονέττα.7

6. Γιά τίς ήμερες τοΰ Καχτίτση στό Λονδίνο καί τίς ττεριπέτειές του μέ τή συντροφιά τοΰ "Αγγλου φίλου του Πήτερ Πράις, βλ. επιστολές του στον Γ. Παυλόπουλο, σημ. 14 τής Είσαγωγής στό Έργο τοΰ Νίκου Καχτίτση.

7. Είναι ή τυπική ηρωίδα τών έργων τοδ Καχτίτση. Παραδείγ- ματα: ή Γκέρτα τής Όμορφάσχημης καί ή Ευρυδίκη τού Ενυπνίου.

76

III

Ό Μέν εμφανίζεται σ' δλες του τίς κοινωνικές εκδηλώσεις άνασκουμπωμένος, σάν κάποιο αόρατο χέρι νά τόν τραβάει άπ' τά πέτα σάν νά έχει κάποιο κρυφό παράπονο γιά κάτι τό θεμελιώδες σά νά είναι 'έτοιμος νά βρίσει, αλλά νά μην του τό επιτρέπουν οί περιστάσεις. Στον καθρέφτη, λέει « ' Α- ναλόγως, είμαι ενδιαφέρων τύπος».

IV

Στό τηλέφωνο:

"Α! Τώρα κατάλαβα. Έσύ είσαι, Χάρολδ; Τί γίνεσαι, βρέ παιδί; Χρόνια καί ζαμάνια έχουμε νά ιδωθούμε...

Καλά. Χάθηκε 6 κόσμος νά μας πέταγες δύο γραμμές: Πώς καταντήσατε δλοι σας; Σκορπίσαμε όλοι.

"Αν τό θυμδμαι;^ Ξεχνιούνται κάτι τέτοια; ' Ω- ραία χρόνια κι εκείνα! Δέ μοΰ λές;

Λέγε.

Δέν πετάγεσαι μέχρι εδώ; "Αν καί είναι αργά... Πού βρίσκεσαι τώρα;

Στό ξενοδοχείο «Τριανόν».

Κοντά είμαστε. Ξέρεις πού είναι ή οδός Σφεν-

8. Τά παραπάνω δέν μας προετοιμάζουν γι* αυτό τό «άν τό θυμδμαι;» καί δέν υπάρχει Ι3ςυη3 στό σημείωμα. Φαίνεται πώς ό Καχτίτσης ανταποκρίνεται έδώ σέ κάτι πού σκέφτεται, άλλα παραλείπει νά σημειώσει.

77

δαμνιών; Πάρε ένα ταξί. Δέ θά σου στοιχίσει παρα- πάνω άπό ένα καί είκοσι, βία τριάντα.^ Πάω μιά στιγμή ν' αλλάξω, γιατί εϊμαι μέ τη ρόμπα.

Κάτσε, κάτσε μιά στιγμή...

Είσαι μέ κανέναν;

Καταλαβαίνεις... (χαμηλώνει τή φωνή). Είμαι ζευγαρωμένος.

Ρέ τό παλιόπαιδο! Πάρ' τη μαζί σου κι έλατε.

Πάω μιά στιγμή ν' αλλάξω.

Δέ μου λές; Λέγε.

Είναι νόστιμη;

Καλή είναι... (γέλια). Στό τρένο τή γνώρισα...

Στό τρένο, ε; Δέ μου λές; Δέν πιστεύω νά έχει καμιά φιλενάδα νά τήν παίρνατε μαζί; Καταλαβαίνεις τί εννοώ...

Καλά, θά κάνω δ,τι μπορώ. Πάντως δέ σοδ υπόσχομαι...

VI

Γράμμα στον Λόβενθαλ γιά διαμαντικά πού περι- μένουν στό τελωνείο. Απορρίπτουν τήν ιδέα, γιατί δέν θά είναι αυθεντικό δέν έχουν επιστολόχαρτα

κ.λπ.

9. Εννοεί δολάρια καί σέντς.

78

VII

Κηδεία.

Διαδρομή μέχρι τό θερμοκήπιο.

Μονομαχία.

Χωρισμός.

Ξανασμίγουν.

Πηγαίνουν στό διαμέρισμα του Δέ.

Σκέφτονται τόν Λόβενθαλ στό ιδιωτικό του σπίτι,

ενα απόμερο σημείο της όδου Σφενδαμνιών.

«Γράμμα».

Λόβενθαλ.

VIII

(Σκέφτονται στό δρόμο τους προς τό πάρκο.) Ζούδια, σκουληκαντέρες, σαρανταποδαρούσες, γυμνοσάλιαγκες.

IX

Λόβενθαλ, στό τηλέφωνο: Τί έγινε μέ τόν. —Ιδέα δέν ^χω.

(Φεύγοντας άπό τό κοιμητήρι, στό δρόμο τους προς τό μέρος της ξιφασκίας )

Καί δόστου τά επιτηδευμένα γέλια. Μ' αυτά (τά

79

διάφορα πού λένε) πάνε νά ξεχάσουν τη σκηνή άπό τήν οποία Ερχονται.

XI

Προς τό τέλος της ξιφασκίας: Πάμε νά εξαφανι- στούμε άπό δώ, πρίν γίνουμε μασκαράδες των σκυ- λιών καί μας πάρουνε μέ τίς λεμονόκουπες.

XII

' ο Δέ πηγαίνει καί τή βλέπει κάθε φεγγάρι «άπό υποχρέωση» δπως λέει καί κάποιος συνάδερφος του στό γραφείο. Είναι έκεϊ πάντοτε καί τόν περι- μένει.

XIII

Γυναίκα: Μένει στό τελευταίο δωμάτιο του δια- δρόμου του διαμερίσματος μιας πούγιάν* αποφεύγει τους φόρους δουλεύει στη ζούλα, χρόνια τώρα, χωρίς νά τήν ανακαλύψουν τά λαγωνικά, χωρίς ταμπέλα άπ* εξω. Τύπος αισθησιακός καί υστερικός. Τινάζε- ται στον αέρα άμα τήν αγγίξεις μέ τό μικρό σου δαχτυλάκι, 'ο

10. Πρβλ. μέ σημείωμα II.

80

XIV

"Οπως ξιφασκοϋν, λαχανιασμένος ό Μέν: Σκέψου νά είσαι κάτω άπό τό χώμα πού ποδοπατάμε, σάν τόν...

Πάψε, κτήνος. "Ο,τι πήγαινα νά τό ξεχάσω, μου τό ξαναφέρνεις στή μνήμη... Σου είπα νά μή μου τό αναφέρεις άλλο...

' Η μόνη παρηγοριά: θά είναι απαλό τό χώμα κι άναφουσκωμένο. Όποτε μπορεί καί ν* αναπνέει άμα θέλει άν τυχόν δέν είναι νεκρός καί τόν έθαψαν κατά λάθος.

Σκάσε, σοϋ λέω...

Σκέψου πώς θ' αρχίσουν νά φυτρώνουν ρίζες, καί θ* αρχίσουν νά τόν ενοχλούν... Θά τίς βλέπει έκ τών κάτω προς τά άνω καί δχι δπως τίς βλέπουμε ή τίς φανταζόμαστε έμεϊς οί ζωντανοί... Εσένα σ' ερεθίζει (δπως κι έμενα, άλλωστε) μία τριχούλα άπό τά μαλλιά σου δταν στην ρίχνει ό άνεμος στό μέ- τωπο. Σκέψου αυτός πώς θά νιώθει μέ τίς τριχωτές ριζοΰλες, εννοώ...

Σκάσε, σου λέω, γιατί θά φύγω.

Μά δέ μπορούμε ούτε νά μιλήσουμε; Δημοκρα- τία δέν έχουμε; στην οργή πλέον (καί ξαναρχίζει).

Φεύγω.

Στό καλό. Νά μας γράφεις.

XV

Στην απόμερη γωνιά πού σχηματίζει ένας τοίχος

81

τοΰ εγκαταλειμμένου θερμοκηπίου κι 'ένας τοίχος με μαραμένες περικοκλάδες (περιπλοκάδες).

XVI

Θά ζλεγε κανείς πώς τό παρουσιαστικό τους, οί κινήσεις τους, προδίδουν τό παρελθόν καί των δύο.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΥΟ.

Προς μεγάλη έκπληξη του υποτιθέμενου παρατη- ρητή, αποδεικνύεται δτι ή μονομαχία ήταν γιά ν' αποφασίσουν άν... ό ένας κερδίσει.

XVII

Καλά, αυτός ήταν βλαμμένος. Έμεϊς δέν ανή- κουμε σ' αυτή τήν κατηγορία.

Ναί, ομολογουμένως τά ' χουμε τετρακόσα!

XVIII

Κυκλοφορούν στους δρόμους σάν τήν άδικη κα- τάρα. (ΤΗε νίδϊοη οΓ ΐΗε ΡβδΙ) "

XIX «ΣοβαρολογεΙς;»

1 1 . Τό θέμα ή δράμα τής πανούκλας.

82

XX

Βρίσκουν ένα τηλέφωνο μέ τό κόλπο του δάχτυ- λου (περιγραφή του τί εννοώ).

Μία φωνή αγουροξυπνημένη απαντάει στό τηλέ- φωνο.

Ό Μέν: Μέ συγχωρείτε. Έδώ ή Υπηρεσία Κρα- τικών Ερευνών καί Γενικής Στατιστικής Κατατοπί- σεως. Μας επιτρέπετε μία ερώτηση, ώστε νά μπορέ- σουμε νά βγάλουμε τά επί του προκειμένου πορί- σματα μας;

(Βραχνιασμένος) Κάπως αργά, άλλα τελοσπά- ντων. Λέγετε.

Τί ϊδέαν έχετε περί αθανασίας τής ψυχής καί περί μετεμψυχώσεως; (Σκάει στά γέλια, μέ μία ταρα- χούλα. Κλείνει τό τηλέφωνο, φοβούμενος μήπως έχει συνέπειες ή πράξη του. Μπορούν νά τόν κατηγορή- σουν γιά παραποίηση αρχής. Ξεκαρδίζονται κι οί δύο στά γέλια.)

XXI Οί όμοβροντίες έχουν τό στοιχείο του γελοίου.

XXII

"Ολα θυμίζουν στους ήρωες μας τή ματαιοπονία, τή ματαιότητα τών πραγμάτων. (Αποτυχία σέ δλα ήταν ή ζωή τους άπ' δ,τι πιστεύουν τουλάχιστον.)

83

XXIII

Κύριε Λόβενθαλ, παραδέχεσθε δτι σήμερα, στην κηδεία του αγαπημένου μας Κ..., καί ήδη μακα- ρίτη (δίο), αντί νά επιδείξετε τόν στοιχειώδη σεβασμό προς τό πρόσωπο καί προπαντός τή μνήμη του νεκρού, έκάνατε σά λυσσασμένος, εποφθαλμιώντας άγρίως τήν παρακείμενη σας κυρία, σά νά μήν είχατε αγγίξει ποτέ γυναίκα στή ζωή σας; Είναι ή δέν εϊναι αλήθεια δτι συστηματικά σκύβατε σκανδαλωδώς προς τόν σβέρκο της καί μυρίζατε ηδονικά, καί μέ αρπα- χτικές διαθέσεις, τό άρωμα πού φορούσε;

Έγώ; Τί λέτε τώρα; Ποιος όμιλεϊ, παρακαλώ; "Αν δέ μου πεϊτε, θά τό κλείσω. Μή μου φέρεστε έτσι, γιατί θά καλέσω τήν αστυνομία.

XXIV

"Ολα του τά νύχια είναι δμοια καί γαμψά στίς άκρες, τίς όποιες ή μανικιουρίστρια τίς κάνει πιό σατανικές μέ τό νά σχηματίζει μέ τό ψαλίδι μυτερές γωνίες. (Σαφήνεια )

XXV

ΡαηΩΐ€Γ.'2

12. Τή λέξη τούτη, πού μπορεί νά σημαίνει «ταξινομητής ριπιδιών», «θήκη γιά βεντάλιες» ή κάτι σχετικό, ϊσως αλίευσε ό

84

XXVI

Τό τραύμα επουλώθηκε, αφήνοντας μία αρκετά μεγάλη ουλή. Άλλα ευτυχώς δέν είναι αντιαισθη- τική. "Αν καί αυτός δλο σ' αυτή τήν ουλή έχει τό νοϋ του σέ όλες του τίς σχέσεις. Ακόμα καί δταν είναι μόνος.

XXVII

Δέν πετάγεσαι μέχρι εδώ; Μπά... δέ βαριέσαι! Ποϋ νά σέ ανησυχώ τέτοια ώρα...

XXVIII

Δέ μου λές; (Μέ προσμονή) Λέγε.

Αυτή ή απάντηση δείχνει μέ τί νοσταλγία ό Λόβενθαλ θυμάται τίς μέρες εκείνες.

XXIX

Τί γίνεσαι;

Καλά άς τά λέμε...

Τί; Σου συμβαίνει τίποτα;

Καχτίτσης άπό κανένα παλιό αγγλικό κείμενο ή κατασκεύασε ό Γδιος ανάλογα μέ δλλα σύνθετα τής λέξης ί&η.

85

XXX

-Ευχαριστώ.

■Παρακαλώ.

•Δέν είπα «ευχαριστώ» γιά νά σας θίξω.

■Οϋτε κι εγώ είπα «παρακαλώ» γιά νά σας θίξω.

XXXI

Κούκλες άπό πορσελάνη...

XXXII

ΤΗε δίΒβο-οοαοΗηΐΕη 1^1^^δ ΐΗε Ι^ογδ οη ΐΗε Γοαά, 1)60Ευδ6 Ηϋ 1^ηο\νδ ΐΗογ Άάτηΐκ Ηίηι. ΤΗο Η&οΐίπεγ- οοΕοΗπίΕη Ιςηοννδ ΐΗαΙ ΐΗεγ ο&ηηοΐ Άάνηϊτο Ηίπι... ννΗϊοΗ η1Ε1^^δ Ηϊηι νοΓγ δ^νΕβϋ.'^

ίΰίβΗ ΗιιηΙ

13. Ό οδηγός τής ταχυδρομικής δμαξας χαίρεται νά βλέπει παιδιά στό δρόμο, γιατί ξέρει πώς τόν θαυμάζουν. Ό άμαξας του αγοραίου (μόνιππου) άμαξιοΰ ξέρει πώς είναι αδύνατο νά τόν θαυμάσουν... πράγμα πού τόν κάνει πολύ άγριο. Τό πρώτο μέρος τοΰ αγγλικού αποσπάσματος άπαντα στό δοκίμιο τοΰ ίεΐ^Η Ηυηΐ (1784-1859), σύγχρονου καί φίλου τών Μπάυρον καί Σέλλεϋ, "Οθ3- οΗ€8 3η£ί ΐΗβΪΓ ΗθΓ8€8" (Τ* Άμάξιο καί τ' "Αλογα τους). Τό δεύτερο μέρος, δ,τι δηλαδή άφορα στά αγοραία αμάξια, δέν άπαντδ νεΓΐ53ΐΐηι στό κείμενο τοΰ δοκίμιου, δπως δημοσιεύεται στον τόμο ΙβϊξΗ ΗαηΙ αχ ΡοβΙ αηά Είχαγίχΐ (ίοικίοη, 1889). Ση- μειώνω πώς Ινα ατέλειωτο (κι ακόμη αδημοσίευτο) σχεδίασμα μετάφρασης ποιήματος τοΰ Ηυηΐ κεϊται στά κατάλοιπα τοΰ Κα-

86

XXXIII

Λόβενθαλ: Διπλομανταλωμένος στό αρχοντικό (;) του απολαμβάνει τη μοναξιά του. Δέ σκέφτεται τί- ποτα συγκεκριμένο κάτω άπό τήν επήρεια του ποτού.

XXXIV

Λόβενθαλ: «"Εχω διώξει τήν οικογένεια στό εξο- χικό, στην Αγία Θέκλα, άπό χτες τό βράδι».

XXXV

Τά συνταρακτικά γεγονότα πού ακολουθούν συ- νέβησαν σέ μιά πόλη του βορρά τόν περασμένο Νοέμβρη.

XXXVI

«Έλατε άπό τήν πίσω πόρτα του κήπου, ώστε νά μή σας μπερδέψουν οί αστυνομικοί μέ τόν κακοποιό. "Εχετε μολύβι; Γράψτε τή διεύθυνση: Νέλσωνος 555».

βάφη, σύμφωνα μέ πληροφορία τοϋ Γ. Π. Σαββίδη, επιμελητή της έκδοσης τοΰ: Κ. 77. Καβάφη, Τά Αποκηρυγμένα. Ποιήματα καί Μεταφράα&ς (Αθήνα, "Ικαρος, 1983), σ. 80.

87

«Γιά νά σδς μάθω έγώ νά παίζετε άλλη φορά», λέει άπομέσα του, δπως τοποθετεί, αργά καί μέ περίσκεψη, τό ακουστικό στίς διχάλες του τηλεφώνου. ' Αρχίζει νά κόβει βόλτες στό μονόχρωμο βυσσινί χαλί, πού μέσα άπό τά μαλακά δέρματα των πασουμιών πού φορεί του προκαλεί μιά ευχάριστη αίσθηση στά πέλματα.

XXXVII

Τή στιγμή τής ταφής, πέφτουν αστροπελέκια, σά (γελοίες) όμοβροντίες ντουφεκιών τή στιγμή πού θάβεται Ινας ήρωας τής πατρίδος.•*

XXXVIII

«Π&με νά τά ποϋμε Ινα χεράκι καί νά τά τσού- ξουμε».

XXXIX

Ό Λόβενθαλ, στην κηδεία, φορεί επίσημο μαϋρο πανωφόρι μέ λαμέ πέτα σάν πρωθυπουργός τής Βολιβίας.

14. Ή λέξη «ντουφεκιών» είναι περιγραμμένη μέ κόκκινο μολύβι στό χειρόγραφο. "Ισως, επειδή ό Καχτίτσης διαισθάνεται δτι δέν είναι ή κατάλληλη λέξη έκεΐ δπου, βέβαια, «κανονιών» δρχεται φυσικότερο.

88

χχχχ

Λόβενθαλ στον Μέν: «Δέν έρχεσαι νά τά πούμε 'ένα χεράκι;»

ΧΧΧΧΙ

(Σκέφτεται δτι) στό λεωφορείο είναι πατείς με πατώ σε.

ΧΧΧΧΙΙ

"Ονομα υποτιθέμενου τραυματία πολέμου: Χάρολδ Νόρμαν.

ΧΧΧΧΙΙΙ

*Από την υγρασία, δέν ορίζει τά πόδια του. Είναι σά νά φορεϊ σιδερένια παπούτσια. (Τό λέει αυτό στό φίλο του;)

χχχχιν

("Οσο διαρκεί ή μονομαχία μέ τίς ομπρέλες ) Σιγά, γιατί θά μου σκίσεις τά πτερύγια... Νυν υπέρ πάντων ό άγων... Σιγά, λέω...

89

χχχχν

«"Αν, κατά τύχη, οί περιστάσεις σας υποχρεώ- νουν, γιά οποιοδήποτε λόγο πού άρνοΰμαι νά μνημο- νεύσω, νά μέ συναντήσετε γιά νά μου μιλήσετε, δέν έχετε παρά νά μοϋ τηλεφωνήσετε, ώστε ν' αποφύ- γουμε τήν αμηχανία πού θά σας έφερνε ή διαπίστωση δτι προδίδετε τά αισθήματα σας μέ τίς συσπάσεις του προσώπου σας. Τέτοια δέ χωρούνε μεταξύ μας, γιατί άλληλοκαταλαβαινόμαστε...»

χχχχνι

Ή άτίμαση πού υφίσταται κανείς μέ τό θάνατο (εμβάθυνε).

«Ό Μακαρίτης».

Μελαγχολούν (ανησυχούν) περισσότερο στό φα- νταστικό αντίκρυσμα του επικείμενου θανάτου τους παρά γιά τόν μακαρίτη. (Είναι ζήτημα χρόνου, ανα- βολής.)

χχχχνι Ι

Ό Δέ θάβεται στή γή, παίρνει τή στάση του πεθαμένου καί βλέπει ρίζες νά φυτρώνουν πάνω άπ* τά μάτια του, μέ κατεύθυνση προς αυτά. Βλέπει πού είναι αδύναμος νά κουνήσει τά χέρια γιά νά τίς διώξει.

90

χχχχνιπ

Πρώτη «μηχανή»: Γράμμα περί διαμαντιών. Δεύτερη «μηχανή»: Συνομιλία στό τηλέφωνο.

ΧΧΧΧΙΧ

«Υγεία, υγεία μόνο νά υπάρχει, καί νά μας φυλάει ό θεός άπ' τήν κακιά τήν ώρα», λέει, μέ τό μυαλό του στον άτυχη...

Μετά τή συνομιλία μέ τόν «Χάρολδ», αφήνοντας τό ακουστικό ό Λόβενθαλ διακατέχεται άπό μιά γλυκύτατη προσμονή, ένώ ή σκέψη του τρέχει μ' ανείπωτη νοσταλγία σ' ένα ορισμένο άπόγιομα, πού του έχει κολλήσει στό μυαλό σά φωτογραφία, σ' ένα φθινοπωρινό τοπίο της Φλάνδρας, στην περιοχή τοΟ Σεμαίν ντέ Ντάμ,'^ πού τήν εποχή εκείνη μισούσε παράφορα, εξουθενωμένος άπό τήν πορεία, τήν πείνα, τή δίψα... Κάνει καί μιά αναδρομή στά πρώτα χρόνια τής μεταστρατιωτικής ζωής του...

15. ΟΗειηίη (1ε8 Οβπιοδ, περιοχή ττ)ς Βόρειας Γαλλίας, θέατρο φονικών μαχών ανάμεσα στους Γερμανούς καί τους Γάλλους, κατά τόν Πρώ<ο Παγκόσμιο Πόλεμο.

91

η

Λόβενθαλ, στό τηλέφωνο: Δέν πιστεύω νά δχει καμιά φιλενάδα γιά νά την φέρνατε κι αυτήν;

Μπά, δέ νομίζω.

Απλώς άπό περιέργεια ρώτησα. Ούτε νά τό σκέφτεσαι πώς...

ΠΙ

«Μου έξάπτεσαι, βλέπω. Μη μοϋ έξάπτεσαι έτσι».

ΠΙΙ

Ό Δέ προς Λόβενθαλ, στό τηλέφωνο:

Κύριε Λόβενθαλ, γιατί δέν φροντίσατε νά στεί- λετε γιά τά διαμαντικά πού σας ήρθαν άπ* τή Βόρνεο; Θά βρωμίσουν.

Πώς, πώς τό 'πατε αυτό; Τά διαμαντικά... θά βρωμίσουν; Ποιος ομιλεί, παρακαλώ;

* Ελάτε, τώρα. Μήν κάνετε πώς δέν καταλαβαί- νετε...

Ποιος είναι στό τηλέφωνο, παρακαλώ; Θά μέ αναγκάσετε νά κλείσω τή γραμμή.

ίΐν

Μιά υγρή πνοή του άνεμου, πού δρχεται άπ* τά χαμηλά σύννεφα, πού κοχλάζουν ασταμάτητα, έρέ-

92

θιζε τους άνεμοδεϊχτες πού έχουν τήν ευαισθησία πυξίδας.

Ή φιλενάδα του Μέν δέν είναι ακριβώς ωραία. Άλλα δέν είναι καί ακριβώς δσχημη.

ίνι

"Οβελίσκοι άπό σοφίτες σπιτιών.

ίνιι

«Ρέ παιδιά, δέ βρίσκετε τίποτ* άλλο νά κάνετε τέτοια ώρα;»

ίνιιι

' Ο Μέν στον Δέ: «Σκαρώνουμε μιά μηχανή;»

^»»^ ■^Ί^

93

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟΙ ΠΙΝΑΚΕΣ

ΕΡΓΑ ΝΙΚΟΥ ΚΑΧΤΙΤΣΗ

Ποιοί οι Φίλοι. Υπότιτλος: «Απόσπασμα άπό γράμμα προς άποσκιρτήσαντα φίλο». ' Αφιέρωση: «Στό Νίκο Θεολόγου». Διαγώνιος, 2 (1959), 33-46. Κυκλοφόρησε καί σέ ανάτυπο μέ διαφορετική σελιδαρίθμηση. Μερική ανατύπωση στό αναμνη- στικό τεΰχος-άνθολόγιο Μνήμη Νίκου Καχτίτση (βλ. Βιβλιογραφικό Συμπλήρωμα). ' Ολική ανατύ- πωση στον τόμο "Εργα Νίκου Καχτίτση, Ι (' Αθτ\να, Κέδρος, 1976) καί στό Ποιοί οί Φίλοι, Ή Όμορ- φάσχημη, Τό Τνυπν/ο (Αθήνα, Εκδόσεις «Στιγ- μή», 1986).

Ή Όμορφάσχημη. Διαγώνιος. 2 (1960), 1-28. Κυ- κλοφόρησε καί σέ ανάτυπο μέ τήν ίδια σελιδαρίθ- μηση. Μερική ανατύπωση στην ανθολογία του Τάκη Δόξα, Ήλειακή Γραμματολογία (Πύργος, 1963), καί στό Μνήμη Νίκου Καχτίτση. 'Ολική ανατύπωση στό "Εργα Νίκου Καχτίτση, Ι καί στό Ποιοί οί Φίλοι, Ή Όμορφάσχημη, Τό Ενύπνιο, δ. π.

Τό Ενύπνιο. Αφιέρωση: «Στον Τάκη Σινόπουλο, τόν ποιητή». (Θεσσαλονίκη, «Ιδίοις άναλώμα- σιν»,. 1960). 'Ολική ανατύπωση στό "Εργα Νίκου Καχτίτση, Ι καί στό Ποιοί οί Φίλοι. Ή Όμορφά- σχημη, Τό Ενύπνιο, δ.π.

Ό Εξώστης. Αφιέρωση: «Στον πεζογράφο Γιώργο Δέλιο, μέ αγάπη». (Αθήνα, Πρώτη "Υλη,

97

1964). Μερική ανατύπωση στό Μνήμη Νίκου Κα- χτίτση. Αυτοτελής επανέκδοση στίς Εκδόσεις «Στιγμή», Αθήνα, 1985.

Ή Περιπέτεια ενός Βιβλίου (Μοντρεάλη, 1965). Αυτοτελής επανέκδοση στίς Εκδόσεις «Στιγμή», Αθήνα, 1985.

Ό "Ηρωας της Γάνδης (Μοντρεάλη, Λωτοφάγος, 1967). Μερική ανατύπωση στό Μνήμη Νίκου Καχτίτση.

"Κ,ίηΐία αηά Κγΐΐεηε" [Ριρίκα καί Κυλλήνη]. Υ- πότιτλος: "Α ΚοΓηΐηΐδοεηοΰ, 1)γ νϊοίοπΕΠ δρΗίΐβ" [Μιά θύμηση, του Βικτόριαν Σπλίττε] (Νίκου Καχτίτση). '6> Παλίμψηστος, 1.(1967), 1-2. 'Ολι- κή ανατύπωση, μέ διορθώσεις, καί μετάφραση στά ελληνικά άπό τόν Γ. Δανιήλ, στό Λεπιδοπτερολό- γος, σ. 147-169.

ΥαΙπεναΜε Ροίηΐ, 1949 [Τρωτό Σημείο, 1949]. Υ- πότιτλος: "ΡοϋΓΐϋεη ΡοείΏδ οί ΥουΐΗ" [Δεκατέσ- σερα νεανικά ποιήματα], (ΜοηΐΓέαΙ, ΑηΐΗεΙΐοη Ρτβδδ, 1969). ' Ολική ανατύπωση, μέ διορθώσεις καί μετάφραση στά ελληνικά άπό τόν Γ. Δανιήλ, στό Λεπιόοπτερολόγος. σ. 171-211.

98

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ

πίνακας συμπληρώνει τη βιβλιογραφία πού χρησιμοποιήθηκε στη σύνταξη της Εισαγωγής στό "Εργο του Νίκου Καχτίτση καί περιλαμβάνει λήμμα- τα πού φωτίζουν, μέ μιά ορισμένη επάρκεια κι αυτά, τό έργο του Καχτίτση. Πίνακας των επιστολών του Καχτίτση πού είχαν δημοσιευτεί μέχρι τό 1981 περιέ- χεται στό Λεπιδοπτερολόγος, σ. 145. Παρακάτω, δίνο- νται στοιχεία γιά πιό πρόσφατες δημοσιεύσεις επι- στολών. Λεπτομερέστερα στοιχεία πάνω στά παλιότε- ρα δημοσιεύματα γιά τόν Καχτίτση δίνονται στή Βιβλιογραφία Καχτίτση, άπό τόν Γ. Γώτη, στό περιο- δικό /ίιάλογος (Λεχαινών), 11 (1980)].

1. "Αρθρα γιά τά δργα Ή Όμορφάσχημη καί Τό Ενύπνιο στό Βιβλιογραφικό Δελτίο του Γαλλικού ' Ινστιτούτου {ΒιιΙΙεϋη ΑηαΙγίί^ηε άβ ΒϊΜοξταρΗίβ Η6ΐΙέηΐςϊ46), άρ. 191 καί 192, στον τόμο γιά τό 1960,

2. Κριτικό σημείωμα τού Π. Μουλλα γιά τά έργα Ποιοίοί Φίλοι, Ή Όμορφάσχημη. καί Το Ενύπνιο, στό περιοδικό /ίιαγώνιος. 1961, 1.

3. Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, Αρχιτεκτονική της Σκόρπιας Ζωής (Αθήνα, 1963), σ. 100-102.

4. Κριτικό σημείωμα τού Γ. Δέλιου γιά τά έργα Ό Εξώστης καί Ή Περιπέτεια ενός Βιβλίου, στό περιοδικό Νέα Πορεία. 11, 127-8 (1965).

99

5. Παρουσίαση, άπό τόν Νίκο Σπάνια, των αγγλικών ποιημάτων του Καχτίτση νιιΙηβναΜβ Ροΐηί, 1949, στην εφημερίδα Ελληνικός Ταχυδρόμος, Μόντρε- αλ (20/3/1969).

6. Παρουσίαση άπ' τόν Γ. Δανιήλ, στ' αγγλικά, του έργου Ό "Ηρωας της Γάνδης, στό αμερικάνικο περιοδικό Βοο1ί5 Αύνοαά, 43, 2 (1969), 299.

7. Φυλλάδιο-άνθολόγιο των Ή. Χ. Παπαδημητρα- κόπουλου καί Ή. Πετρόπουλου μέ τόν τίτλο Μνήμη Νίκου Καχτίτση (Αθήνα, 1972).

8. Λίνου Πολίτη, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτε- χνίας (Αθήνα, 1979), σ. 361.

9. Φυλλάδιο του Ή. Χ. Παπαδημητρακόπουλου μέ τόν τίτλο Αναφορές στό "Εργο του Πεζογράφου Νίκου Καχτίτση (Αθήνα, 1974).

10. "Αρθρα γιά τόν Καχτίτση των Τ. Σινόπουλου καί Π. Τρωγάδη, στό περιοδικό Νεοελληνικός Λόγος 1974.

1 1 . Κρίσεις γιά τόν Καχτίτση άπό τόν Δ. Ν. Μαρωνί- τη στό άρθρο «Επαρχιακές Επιλογές Οί "Αλλοι Δρόμοι», στην εφημερίδα ΤόΒήμα (27/8/ 1977).

12. Παρουσίαση άπό τόν Κ. Γ. Παπαγεωργίου του βιβλίου "Εργα Νίκου Καχτίτση, Ι, στόΧρονικό '77.

13. Στοιχεία γιά τόν Καχτίτση στό άρθρο του Γ. Καναράκη «' Η Λογοτεχνία του Απόδημου ' Ελ- ληνισμού καί ή Θέση της στά Νεοελληνικά Γράμματα», Τομές, 64-65 (1980).

14. Παρουσίαση άπό τήν Σ. Δρακοπούλου τοΰΛεπι- δοπτερολόγος στην εφημερίδα Ή Μεσημβρινή (3/1 1/1981). Κριτικό σημείωμα γιά τό ϊδιο βιβλίο

100

άπό τόν ' Α. Φουσκαρίνη, στό περιοδικό Α ιαβάζω, 50 (Φεβρ. 1982).

Παρουσίαση του ϊδιου βιβλίου, στ' αγγλικά, άπό τόν ^οΗή Κεχίηε, στό περιοδικό Άμάρανθος Ώΐ€ ΑηιαΓαηίΐΊ, 5 (1983), κι άπό τόν Ε(ί\νΕΓ<ί ΡΗϊηηογ, στό περιοδικό Μοάβνη Ονββίί 8ίηάΐ€8 Υβαώοοίί, 1 (1985).

15. Ή. Χ. Παπαδημητρακόπουλου, «Νίκος Καχτί- τσης. Καταξιωμένος καί "Αγνωστος», Τό Βήμα (19/5/1985).

16. Δ. Δασκαλόπουλου, «Μιά 'Μαρτυρία' του Νίκου Καχτίτση. Οί Λογοτέχνες καί ή Δικτατορία», Τό Βήμα (26/5/1985).

17. Κ. Σταματίου «Ή 'Περίπτωση' Καχτίτση. Σημα- ντικότερος Λογοτέχνης ή Αλληλογράφος; 'Σύν- δρομο Ρεμπό' στά ' Ελληνικά Γράμματα;» ΤάΝέα, (15/6/1985).

18. «Τρία "Αγνωστα Γράμματα του Νίκου Καχτίτση προς τόν * Ε. Χ. Γόνατα», Γράμματα καί Τέχνες, 37 (Ιανουάριος 1985).

19. «Μικρό Αφιέρωμα στον Νίκο Καχτίτση (1926- 1970)» [Επιμέλεια "Αντειας Φραντζή]. Αντί, 298 (30 Αύγουστου 1985). Περιέχει τό πρωτόλειο του Καχτίτση « ' Ακμή καί Παρακμή της μεγαλού- πολης Κινδύνα» καί άρθρο τής "Α. Φραντζή «Ό Εξώστης του Νίκου Καχτίτση. "Ενα Ψυχικό Θρίλερ».

20. ' Αφιέρωμα στον Ν. Καχτίτση του περιοδικού Τό Τέταρτο, 8 (Δεκέμβριος 1985). Περιέχει εισαγωγι- κό άρθρο τής Αναστασίας Λαμπρία καί «Νίκου Καχτίτση: Τρία "Ονειρα. Τρία ' Ανέκδοτα Γράμ-

101

ματα του Νίκου Καχτίτση προς τόν Έ. Χ. Γόνατα».

21. ' Αφιέρωμα στον Ν. Καχτίτση του περιοδικού Ή Λέξη, 50 (Δεκέμβριος ' 85). Περιέχει τό πρωτόλειο του Καχτίτση «Ευρυδίκη» καί τά άρθρα: Γ. Παυ- λόπουλου, «Στοππάκιος Παπένγκους ή Τό "Αλλο Πρόσωπο του Νίκου Καχτίτση», Ν. Βαλαωρίτη, «Γιά τόν Νίκο Καχτίτση, Φιλία καί Αγάπη καί Θαυμασμός» (τό άρθρο συνοδεύεται άπό γράμμα του Καχτίτση προς τόν Ν. Βαλαωρίτη), Γ. Δα- νιήλ, «Οί Πρόλογοι του Νίκου Καχτίτση» καί Τ. Κόρφη, «Ό Νίκος Καχτίτσης μέσα άπό την Αλληλογραφία μας».

22. «Νίκου Καχτίτση, Τρία Γράμματα στον Γιώργη Παυλόπουλο», Χάρτης, 19 (Φεβρουάριος 1986). Τό τεύχος περιέχει καί σύντομο άρθρο του ' Ηλία Πετρόπουλου, σχετικά μέ την Περιπέτεια ενός Βιβλίου του Καχτίτση, μέ τόν τίτλο «Κάθε περιπέ- τεια έχει τά μυστικά της».

23. Γ. Δανιήλ, «Ή ' Αλληλογραφία Σεφέρη - Καχτί- τση», Ή Λέξη, 53 (Μάρτιος 1986).

,τ=^^==^

102

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Πρόλογος 9

Εισαγωγή στό "Εργο του Νίκου Καχτίτση (1926-1970) 11

Οί Πρόλογοι του Νίκου Καχτίτση 63

Ν. Καχτίτση Ό Μεν. ό Δέ & ό Κος Λόβενθαλ 71

Βιβλιογραφικοί Πίνακες 95

Εικόνες 103

Πίνακας των Εικόνων

Φωτογραφία τοϋ Καχτίτση άπ' την Αφρική (1952-1954). «Ή Πολιορκία της Γάνδης». Σκίτσο τοϋ Πήτερ Πράις. Ό Τυμβωρύχος. Εξώφυλλο χειρόγραφου περιοδικού του Καχτίτση.

Χειρόγραφο σημείωμα του Ό Μεν, ό Αέ&ό Κος Λόβενθαλ. "Επιστολή -κάρτα Σεφέρη στον Καχτίτση. Απόσπασμα ατέλειωτου γράμματος Καχτίτση στον Σε- φέρη.

103

#ΑΧα ΓΑ^ 'ηΑΑ>Ι(,<«ΥΤΜ Α^'ΒΆυΤμΧ ΊΓ^ΑΤΤβΗΐνΝΜ, •<τΤ« ΚΑΛΗ ΟΥΤ* ΑΙΖχΑΑ.

Α»>Τ•ΜΙ«« κ»»» »ΙΚ»»^

1 ι ' <

ι » ^ ι ι /

5

Γ

?.

2

Μ ; ^

1 " ,.

} \ Γ

] "

ι-.

Ι"

^1

Γ 6

ι ] 4

1 II

Ϋ

Γί

1 ^^ ϊ

"β.

Πι

'3

- ί'

ι

5

?-

Ι

VI

? ? ί- ο•

Η

- (

1- ?

5

ί

ι

β.

1

»

5

^

^.

^

^1

»*

?

' Ί

ίί >

ίΡ,

.5

1. ί

Μ.

Στην Ίδια Σειρά

Γιώργος Ίίύάννου

1

Πολλαπλά Κατάγματα

Κώστας Γεωργουσόπουλος

2

Κλειδιά κο( Κώδικες θεάτρου

Φίλιππος Δρακονταειδής

3

Στά Ίχνη τής Παράστασης

Νίκος Φωκάς

4

' Επιχειρήματα γιά τή Γλώσσα, γιά τή Λογοτεχνία

Παύλος Μάτεσις

5

Εξορία

Σπύρος Ταακνιάς

β

Πτέρυξ Χρονιών Παθήσεων

Γιώργος Μανιώτης

7

Περιπλανώμενη Ζωή - ' Αγία Κυριακή

Ματθαίος Μουντές

8

Τά Αντίποινα

Ζέφη Δαράκη

9

Τ6 Μοναχικό Φάντασμα τής Λώνας' Ολεμ-θάλεια

Γεώργιος Χόρτων

10

Κωνσταντίνος

Λουκάς Κούσουλας

11

Τό Βουνό

Γιώργος Μαρκόπουλος

12

οι Πυροτεχνουργοί

Πέτρος Τατσόπουλος

13

Τό Παυσίπονο

Σοφοκλής Νάσκος

14

' 0 Γάμος - Τό Σαββατοκύριακο - ' Η Μοιχεία

Νανά ΗσαΤβ

15

Συναίσθηση Λήθης

Φίλιππος Δρακονταειδής

16

Προς ' Οφρύνιο

Φαίδων Ταμβακάκης

17

Εϋμορφία

Σταύρος Βαβούρης

18

ΟβηηΙηβ ΡΓοίβηα

' Ελένη Λαδιά

19

' Αποσπασματική Σχέση

Κωστής Γκιμοσούλης

20

' 0 Ξυλοκοπάς Πυρετός

Ρούλα Κακλαμανάκη

21

Ποιήματα 1967-1977

Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος

22

Τό Δίχτυ και τό Μέλι

Σπύρος Τσακνιάς

23

' Η Βαλίτσα τοΟ Ξένου

Νένη Εύθυμιάδη

24

Αθόρυβες Μέρες

Στέφανος Ροζάνης

25

' 0 Καθρέφτης και τό Είδωλο

Πίτοχι Γαλάζη

26

Σηματωροί

Κώστας Μαυρουδής

27

Μέ ΕΙσιτήριο ' Επιστροφής

Βάιος Παγκουρέλης

28

'ΥποβολεΙο

Φίλιππος Δρακονταειδής

29

Σχόλια Σχετικά μέ τήν Περίπτωση

Κώστας Γεωργουσόπουλος

30

Κλειδιά καΐ Κώδικες θεάτρου Η

Γιάννης Βατζιάς

31

Περιπλανώμενοι

'Αρης Φακίνος

32

' ΙοτορΙα μιας Χαμένης Γής

Νάνος Βαλαωρίτης

33

' Ο θησαυρός τοΟ Ξέρξη

Σπύρος Παπαδογεώργος

34

Τά Δαχτυλίδια

Ζέφη Δαράκη

35

' Η κρεμασμένη

Αναστάσιος Βιστωνίτης

36

Καταγωγή

Παύλος Μάτεσις

37

«Λύκε, Λύκε»

Κώστας Μουρσελάς

38

' Η κυρία δέν πενθεί

Στέφανος Ροζάνης

39

Αποσπάσματα άπό ένα Τοπίο

"Αντεια Φραντζή

40

Μεταγραφή ' Ημερολογίου

Μαργαρίτα Λυμπεράκη

41

Ζωή

Πέτρος Τατσόπουλος

42

Κινούμενα Σχέδια

"Αρης Φακίνος

43

' Ο Πρόγονος

Δημήτρης Βάρσος

44

' Ο Καθρέφτης τοΟ Φυλακισμένου

Πέτρος Τατσόπουλος

45

οι Ανήλικοι

Ελένη Λαδιά

46

XI ό Λεοντόμορφος

Γιώργος Δανιήλ

47

Αίγλη και Άγχος

' ο Καχτίτσης μπόρα νά έχει «γονατίσματα» στό έργο του. μά συνολικά κυμαίνεται μέσα στά δρια του εκλε- κτού- δεν γλιστρά, δηλαδή, οΰτε στη λύση της γυμνής κραυγής ούτε στην απλή διακόσμηση. Τ' άραβουργήματα που χτίζει κάποτε με τό λόγο είναι διάτρητα από αίσθημα.

Γ. Δ.

' Ο Γιώργος Δανιήλ, ποιητής καί μελετητής της λογοτεχνίας μεγάλωσε στην ' Ελλάδα αλλά ζει άπό πολλά χρόνια στον Καναδά, καί (άπό τό 1971) δι- δάσκει ελληνικά στό Πανεπιστήμιο τοϋ Τορόντο. Έχει δημοσιεύσει πολλά άρθρα σ' ελληνικά καί ξένα περιοδικά κι ασχοληθεί ιδιαίτερα με τό έργο των Γιώργου Σεφέρη, Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη καί Νίκου Καχτίτση. Τόν τελευταίο γνώρισε καλά στην πενταε- τία 65-70. Αυτό είναι τό δεύτερο έργο του γιά τόν Καχτίτση μετά τό Ό Λεπιδοπτερολόγος τής "Αγωνίας Νίκος Καχτίτσης (1981).