ΐΜΪΛλ

»Ι:Ε»ί.ί

ΟΙ ΠΡΟΚΕΣ

Ποίημ-α σε πέντε μέρη [1959-1965]

Με την ελιά καΐ το ξερό Προσφάϊ, αδελφοί μου, ας Εκλείψουν οΐ μέρες μας, Με την τϊανούργα έστω θλί- ψη, τη στερεότυπη.

λωτοφάγος

Μοντρεάλη, 1968

1^

ΟΙ ΠΡΟΚΕΣ

Ή μ,έν σκηνή του δράματος

Έν ούρανω τε καΐ γγ],

Ό δέ χορός εκ νεκρών τε και ζώντων,

Τπόθεσις δέ ή του βίου

Τερπνή τε άμα και φρικτή περιπέτεια.

ΤΟΥ ΑΥΤΟΙ*

ΚΓΚΛΟΣ (Ποιήματα), Ά6ήναι, 1957

Η ΑΡΓΥΡΗ ΒΡΟΧΗ (Ποιήμ,ατα), Αθήναι, 1959

ψ 4•

ΠΡΟΣ ΕΚΔΟΣΙΝ

Ελληνικά

ΠΕΝΤΕ ΜΙΚΡΑ ΔΡΑΜΑΤΑ

Αγγλικά

ΤΗΕ ΕΙΝ€ΗΡΙΝ (Ροεηΐδ λνΓΐΐίΰη ίη ΟηίΕΓίο,

[1964-1965) ΤΗΕ δΡΑΟΕ αουΚΙΕΚ δΗοΓί ρΐαγ ίη £ίν€

Γδοεηεδ) ΤΗΕ ΤΗΕΜΕ ΟΡ ϋΕΑΤΗ ΙΝ ΥΙΚΟΙΕ

[(Εδδαγ)

ΟοργΗ^Ιιί 1968 1)γ ΟβθΓ§τβ Τ1ΐ8,ηίβΙ, Οαηαάα

Γ. ΔΑΝΙΗΛ

οι ΠΡΟΚΕΣ

Ποίημα σε πέντε μέρη [1959-1965]

Μέ την ελιά καΐ το ξερό Προσφάϊ, αδελφοί μου, ας Εκλείψουν οι μέρες μας, Μέ την πανούργα έστω θλί- ψη, τη στερεότυπη.

λωτοφάγος

Μοντρεάλη, 1968

α .

ΝΙΨΟΝ

Ή μ,υστική των αγγέλων πορεία

Είναι μια διαφορετική Ιστορία,

Κι' ο (ί^'ΚοΙα^ος βέβαια της ελπίδος

Μέσ' τα ουράνια πλατώματα -

Των ήμερων μας γαλαζώνουν τα πτώματα.

4• 4•

Διαγώνιος ο ήλιος καταλύει

α ειόωλα του ύπνου, Με παρρησία πνέει ο άνεμος Ξυπνώντας τά βαριεστημένα. Παραστεκάμενη εϊν' ή Δωροθέα - Νυφίτσα στά δρυμά τοΰ θεοΰ, Προοιωνίζεται εύετηρίαν, "Εγκαιρο δέσιμο των καρπών Κάτω άπ' το φρύδι του ήλιου.

Και κάποτε ο χαρταετός ζυγιάζεται Σπονδαι ελαίου και οίνου, Διστάζει μα θαρρεύει πάραυτα, Μεγάλα υψη οργώνει.

ΟΙ ΠΡΟΚΕΣ

Τον συνοδεύουν άλλωστε οΐ ευχές, Εμψυχωμένα σταχτιά πουλιά, Τοΰ εν παντι καιρώ και πάση ώρα Επικαλούμενου.

* *

"Έινα. παράθυρο στο πέλαγος

Πολιορκημένο άπο τον άνεμο,

Ή μυστική μας έπαρση

Πάνω άπ' το θόρυβο της ψυχής μας,

Ή μυστική μας έπαρση

Κι' ή αιχμηρή σιωπή.

Επάνω μας 6 ουρανός

Συγκροτούσε τα νέφη του.

Εκεί κοντά στά λατομεία

Σπάζαν πέτρα, μ' αυτό τ' ανομολόγητο

Πού ροκάνιζε τή σιωπή

Δεν έ'λεγε νά σπάσει στά χείλη μας.

Και τότε ξέρεις τι φαντάστηκα;

"Αγριους δρυμούς και δάση παρθένα.

Μιαν άνυπόδυτη ερημιά

Γιά τήν αγάπη μας.

Τη μυστική μας έπαρση

Πάνω άπ' τό θόρυβο της ψυχής μας,

Τή μυστική μας έπαρση,

Τήν αιχμηρή σιωπή.

4• 4•

8

ΟΙ ΠΡΟΚΕΣ

Θά σοΰ ζητήσω μιία χάρη,

Μη μιοΰ χαλάσεις το φεγγάρι.

Το πήρε, τόκανε κομμάτια -

"Αχ, τι τα θες, έχει κεσσάτια,

Μούλεγε ο καταστηματάρχης τοϋ απέναντι.

Τούτη ή απύθμενη εποχή,

Κι' ή πέρα θάλασσα ρηχή.

Στην Πύλο, στην ανάπαυλα τής βροχής.

Στο κυριακάτικο του φόρεμα τον είδα.

Το φίλο με τήν επική μΛρφή

Πού με συνώδεψε παλιότερα

Σ' ενα κρυφτό σπασμωδικό μα και περήφανο

Μέσ' από θόλους και δημόσιες αυλές.

Σε μιαν αρένα με τόν ταύρο ναρκωμένο

Πίσω άπ' τα ματογυάλια μιας άλλης όρασης

Την επική μορφή τοϋ φίλου,

Κι' αναζητήσαμε μαζί τις παλιές

"Ενδοξες ώρες στή θαλασσινή σιωπή

Τοϋ Νέου Κάστρου.

* *

Και τώρα ποιος παρακαλώ να μ' ακούσει Πού ό καθένας μόνη ακούει τή φωνή του, Μέσ' τή φωνή μου τή δική του ακούει, Κι' εγώ ας πεθάνω πίσω άπ' τή φωνή μου.

« 4•

ΟΙ ΠΡΟΚΕΣ

Τώρα σωπαίνει 6 ουρανός, Τώρα μαραίνεται ή σελήννη Και μ,άς καταγινώσ^.ει καθοσίωση, Μα 'γώ στοχάζομιαι τα αρτοποιεία Που ψήνουν τ' αυριανό ψωμ,ι. Στους δρόμους μελανό και βουρκωμένο Της νύχτας το μοιραίο υποθάλπεται, Ή μνήμη ρακένδυτη ζητιανεύει, Μα 'γώ στοχάζομαι τ' αρτοποιεία, Ή συλλογή μου φωτερή και γόνιμη Απόψε δόθηκε στ' αρτοποιεία Πού ψήνουν τ' αυριανό ψωμί.

* *

Εκεί στο θερινό γυαλό

Με τα έντρομα καβούρια,

Εκεί πού μάτωσες το χέρι σου

Ρωτώντας τις πέτρες,

"Εμαθα πόσο κραταιή εΐν' ή Μουσική,

"Εχεις σπουδάσει τη Μουσική.

* *

Ή παραλία είναι γεμάτη φύκια, Βρίθουν κεί μέσα τα σκουλήκια. Πήγα να κολυμπήσω ενα βράδυ, Μ' έ'φαγε παραλίγο το σκοτάδι.

4•

10

ΟΙ ΠΡΟΚΕΣ

4• 4•

"Οχι, δεν σ' αγγίζω, φοβοϋμ,αι,

Ή σκέψη σου ας πλαγιάσει στη δική μιου,

"Ύψωσε το μ,ονόλογό σου ως έμενα.

Γίνε κάτι όμορφο και σταθερό

Μέσα στη νύχτα.

* *

Τους νεκρούς μου τους τιμώ,

Τους στεφανώνω, τέρπω τις ψυχές των.

Αγαπημένοι μου νεκροί, ηρεμείτε, συμμετέχω.

Τπάρξεις σεις τρυφεραί.

Πού ύπέστητε τα λεωφορεία.

Τους ανυπόμονους εισπράχτορες.

Τους βλοσυρούς ελεγκτές,

Τη διελκυστίνδα των στάσεων.

Μαζί σας αγρυπνώ, κεκοιμημένοι.

* *

Τα παραθύρια ρέουν,

Ή ζωή αδημονεί.

Βήματα νέα με πλησιάζουν.

Βήματα εκκωφαντικά με προσπερνούν.

Κι ολο να επιζήσω μέσ' τα μάτια τών ανθρώπων

Πολεμώ, κι' ολο να επιτύχω την υποσχεμένη σύλ-

Ένώ ξεπλένεται ή γη άπο τη βροχή [^"^ψιΠί

Κι' ή κορυφή τοϋ δρόμου

Μια δηλωμένη απόσταση στο χάρτη.

11

ΟΙ ΠΡΟΚΕΣ

Κοιμήσου μέσ' τα χέρια σου Άφοϋ φοβάσαι το προσκέφαλο, Άναδιπλώσου μέσ' τα χέρια σου Άφοΰ φοβάσαι το ξεδίπλωμα τοΰ δρόμου, "Ετσι για πάντα φίλος έμπιστος Των νοητών ανθέων της ψυχής σου, Την αίσθηση σου εκείνα ξεπερνούν Κι' ή φαντασία σου μονάχα τ' άποσώνει.

Οι σκΰλοι αλέθουν το κριθάρι. Γυρνούν οι γάτες το λιθάρι Τοΰ μύλου, ζοφερή ταινία Τέμνει τήν έρημη πλατεία.

* *

Πρόδωσα τή Μεγάλη Σιωπή. Κατησχυμένος εμπρός σου, Μαρία,

Δέκα φορές θα πω το Χαίρε.

Τώρα θα ευαγγελιστώ το μέγα μύνημα

Πού ευλογήθηκε ο κισσός

Κι' αγιάστηκε ή άγράμπελη.

Πού ή Παρθένα έπιασε παιδί.

Πρόδωσα, επαναλαμβάνω, τή σιωπή.

Πήρα το θόρυβο μεσίτη.

« «

Στή Σκΰρο, νήσο μυθική. Βγάζουν τον επιτάφιο.

12

ΟΙ ΠΡΟΚΕ£

Ό γηραιός παπάς με την τριμμένη αμφίεση,

01 νέοι ερασιτέχνες ψάλτες

Και πίσω το σεμνό εκκλησίασμα.

Π'αράδοξη ή λειτουργία αύτη,

"Οπου τ' αμούστακα παιδιά κρατώντας σύνοψη

Κραυγάζουνε χαρμόσυνα τα πένθιμα

Εγκώμια της ταφής, κι' άπο το χαμηλό

Γυναικονίτη οί κοπέλλες ραίνουν

Με άνθη το Νυμφίο -

Κι' οχι μονάχα το νεκρό μα και τον ζώντα

Πού στέκεται με τη λαμπάδα

Κι' έκπληκτος κάπως μέσ' σ' αύτη την πανδαισία

Γιατί 6 νους του είναι στη θάλασσα ή άλλου.

Κι' ύστερα οί δρόμιοι ζωντανεύουν

Καθώς περνά ή πομπή,

Άπο το χέρι σέρνουν τά μωρά οι μανάδες,

Στο άλλο σφίγγοντας κερί

Κι' ή κουστωδία των παιδιών

Κραυγάζει πάντα χαρμοσύνως

Τά πένθιμα εγκώμια,

Ή Ανάσταση οσονούπω φθάνει.

* *

Στράφηκα, κάτι μέσα μιου είχε ανθίσει, Νά θάψω την ακούσια παρεξήγηση, Νά ματαιώσω το έρπυσμα της έχθρας Μά νά πού σκόνταψα σε ιοίγρ, Μάτωσα τά δάχτυλα μου, "Εφαγα τά μούτρα μου.

13

ΟΙ ΠΡΟΚΕΙΣ

Λοιπόν, ας μεταφέρω πίσω στην καρδιά μΛυ

Τη γυάλινη χειρονομιία της συμ,φιλίωσης,

"Ας αναγάγω την άσπαίρουσα φωνή μ,ου στην πηγή

, [της, "Ας αγκαλιάσω αύτη τη χάρη πού μιου σφαίρωσε Ή τσακισμένη ελπίδα.

Το γκρίζο αεροπλάνο άπεγειώθη,

Θα ψεκάσει την γύρω περιοχή.

Τρόμος στα έντομα, τα μοχθηρά κουνούπια.

Μύκητες κακοί, ήρθε το τέλος σας.

Το θέατρο Σκιών ή Σφήκα

Δίνει παράσταση απόψε

Στην πολυθόρυβη πλατεία.

'Όλοι οι γνωστοί σας ήρωες

Θα παρελάσουν στο λευκό πανί,

Θα πικραθούν, θα εύθυμήσουν,

Θ' αναχωρήσουν στα βουνά και τις θάλασσες.

Σκίουροι πιέζονται ήδη στά μπαλκόνια.

Φαιδρά μπαλκόνια, φημίζουν

Τά δεινά τους, ραπίζουν τά κάγκελλα.

•» *

Και κάποτε στην πεπρωμένην ώρα "Ηχησε πάνω άπ' τά νερά ή φωνή του, ώέσπασαν πάνω άπ' τά νερά πουλιά:

14

ΟΙ ΠΡΟΚΕΣ

«Έδούλευα στα βάθη των βράχων, Καλλιεργούσα την αρετή

Με τον υδράργυρο ως επάνω

Στο κομ,πολόϊ των ετών.

Μα κάτω άπ' το λιθάρι κρύβεται 6 σκορπιός,

"Ασβεστο μένει το πϋρ τοΰ Μωϋσέως,

Ή βάτος στα σπλάχνα της φιλοξενεί

"Εναν αδέκαστο θεό.

Το τζάμι μου νυχτερινόν

Τροχαίον ύμνον άναμέλπει,

Τρίζει άπ' τ' ανώνυμα βήματα

Των πεζών κατασκόπων,

Τον κρυμμένο θεό πιάνουν τα σύρματα,

Τον προσάγουν βιαίως,

"Ενιωσα να μου λείπει ενα πλευρό,

Τήν έ'ξοδό μου ετοίμασα,

Το κυπαρίσσι αφήρεσα άπ' τήν πόρτα μου.

Το βρώμικο λεωφορείο σαν εκκλησία

Μου φάνηκε πρώτη φορά».

4• 4•

Ό νέος πού με δέχτηκε στο εστιατόριο

"Ητανε συμπαθητικός, κάτι περσότερο

Άπό 'να απλό γκαρσόνι κι' δ'μως

Ή σνομπ εκείνη συντροφιά τον ταλαιπώρησε

'Τποκρινόμενη τή δύσκολη στά γοΰστα

Ένώ φαινότανε καλά δοσμένη στο φθηνό

Και το τυχαίο. Έγώ λυπήθηκα το συμπαθές παιδί,

Έμίσησα τή σνομπ παρέα.

15

ΟΙ ΠΡΟΚΕΣ

* *

Πολλά τα ωραία πράγμ,ατα τοΰ κόσμου τούτου :

Οι επινικελώσεις, το γλυκό κομπόστα,

Τ' αεροπλάνα, τα ποδήλατα, τα μέτρα και τα στα-

Το πηγαινέλα των λεωφορείων, [θμά,

"Ολη ή λατρεία εν γένει των καρπών της γης.

Μα τέλος ή ψυχή, τιμία σωρός, πετάει, πετάει.

16

β'.

ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ

Κύριε, πού σε μαντεύω πίσω άπο την πόρτα,

Καλά (χέ τοποθέτησες,

"Εβαλες τους χαλκάδες στο λαιμό μου,

Τις αλυσίδες στα χέρια μου,

Στον τοίχο με προσήλωσες.

Πέφτοντας καθημερινά στη δίνη σου

Προσμένω ακόμα τη χαριστική βολή.

4• 4•

Χρησμοδοτούσε με το πρόσωπο στον άνεμο, Μαζί του το αιχμηρό φεγγάρι. Αδυσώπητη, κεντρομόλα παρουσία. Είχε κάψει τά σύννεφα, Κατέτρωγε τώρα τις σάρκες του.

«"Οταν ή Γλαύκη πέφτει νά κοιμηθεί

Αισθάνομαι ενογρς, θεέ μου.

Γιά τους άντρες σου κατεσκεύασες

"Αλλες τόσες γυναίκες,

Γιά τά καράβια σου πλωτές θάλασσες,

Γιά τά στοιχειά σου γερές κρυψώνες,

17

ΟΙ ΠΡΟΚΕΣ

"Ομ,ως ή Γλαυκή άπο•συντ(θεται στη σάλα Τον άκρι€ο νυμιφίο καρτερώντας.»

Κόκκινη της φωτιάς κορδέλλα Στο θαλερό "Κα,ιμό του τύλιξε, Φίδι κινήθηκε στο πλήθος, Σημιάδεψε (χέ λάστιχο πουλί. Παρέκει έσπασε τζάμια, "Εκανε κι' άλλες ζημίες.

Νάτον πού φτάνει τώρα πεσμένος άγγελος

Με τήν παμπάλαιη, τή ρημαγμένη

Αμμουδιά τής ψυχής του.

Σαν τρωκτικό έ'χει ριχτεί στον πασσατέμπο

Κι' αχ, πόσο θάθελε να κοιμηθεί.

Να καταρεύσει στο πηγάδι του ύπνου.

4• 4•

"Οταν 6 θεός μου με εγκαταλείπει Ριψοκινδυνεύω στη στάχτη, Ντύνομαι τα ράκη τής σωτηρίας. "Αχ, ό θεός μου μ' εγκατέλειψε, Ή μέσα μιου φωνή βου€άθηκε. Σα τήν προορισμένην Ιφιγένεια Πηγαίνω στην εκτέλεση μου.

4• 4•

Καθηγούμενος, πρώτος μονάζων, Ροπαλοφόροι, ραβδούχοι,

18

ΟΙ ΠΡΟΚΕΣ

Υπεραμύνονται της πίστεως, Π ιέ'ζουνε κάτω τα νερά, Φέρνουν επάνω τα πετρέλαια.

« «

Οι τρόμοι του έχουν πια φθαρεί, Σαν ώριμοι καρποί έχουν πέσει, Στο παιδικό του ημερολόγιο Τους έ'θαψεν οριστικά.

Άπ' τ' άλλο μέρος ή εύελπις ημέρα, "Οχι για τίποτα ξεχωριστό κι' απρόοπτο Μα για τον πλούτο του μεσημεριού Κάτω άπ' το πρώτο δέντρο. Το στιγμιαίο άγνάντεμα ενός καραβιού. Μιας ρόδας μέχρι τη γωνιά τοΰ δρόμου. Ός κι' ή βροχουλα τοΰ θεού "Ενας αθώος περισπασμός Στη ναρκωμένη γειτονιά του.

Εκείνο το τραγούδι δεν επέζησε στά χείλη του. Πουλάρι άτί6ασσο ώρμησε μπροστά, Έκλώτσησε τη σκόνη τών ετών Κι' ή ορεινή εκείνη ανησυχία Πήρε τους δρόμους.

Τστερα έπεσαν βροχή τά φΰλλα τά βροντώδη.

Το φώς ύπουλα ελίσσονταν στην απροσδόκητη έπι-

Πούδειχναν λίγο πριν χαθούν [φάνεια

19

ΟΙ ΠΡΟΚΕΣ

Κι' 6 αέρας ανάδευε μ.ιά σπασμιένη φτερούγα Έκεΐ άνάμ,εσα στη γεωμετρία της τ.τώσης τους.

« <>

Κάθομαι τώρα στη μεγάλη άκρογυαλιά Συρρικνωμένος άπ' τον πόθο τοΰ ώκεανοΰ Κι' έχω τον τρόμιο τοΰ βυ6ου στα μάτια, Το χέρι μου στον λάρυγγα πτηνού.

*

Λάμπει ή φθορά των χοϊκών πραγμάτων

Καθώς προβάλλεται σ' ένα άλλο φόντο πιο στιλπνό,

Αύτη ή παραφυάς του Ταϋγέτου

«Βουνιν παράξενον, απόκομμα εις ορός»

Πού ό μεγαλόθυμος Γουλιέλμος

Θέλησε να «ποίηση δυναμάριν»

Με τους αλληλοδιάδοχους ναούς καλύπτοντας

Τοΰ εορτολογίου μέγα μέρος,

Πρόβατα λιθωμένα στην πλαγιά.

Ωσάν νεφέλωμα, σκιά μελαγχολίας.

Αποκαθίσταται στο πέτρινο γλυπτό

Και στις περίβλεπτες εικόνες φωσφορίζει.

«

"Αχ, νά γινόταν κλέφτης αγαλμάτων,

Νά τά φορτώνει σε πλοία

Και νά φεύγει στ' ανοιχτά.

Και κει μέσα στό θόρυβο της θάλασσας,

20

ΟΙ ΠΡΟΚΕΣ

Στα τέρατα και τα στοιχεία

Να τ' αποκαλύπτει.

Στα πόδια τους θαρχόταν νά πεθάνει 6 ωκεανός,

θα ξεψυχούσε 6 Ποσειδώνας

Κλίνοντας την περήφανη του τρίαινα

Κι' υστέρα θάρχιζαν νά πέφτουν ένα ένα

Κι' οι κορυφές τους θα χρυσίζανε στον ήλιο

"Ησυχα και στοχαστικά.

"Αχ, νά γινόταν κλέφτης αγαλμάτων.

* *

ϊά (χάτια σας, ω αδελφοί [ίου εν σαρκί,

Κάποτε μιοιάζουν άστρα

Μά τά νω6ρά ποδάρια σας

Κανένα ύπερούσιο βάρος δεν κεντρίζει.

Οικονομείτε το παράπονο, αφελείς,

Και το χαμόγελο, κήτη παχειά

Καβαλλικεύετε και πάτε,

Μ' ένα ρολόϊ καθαγιάζετε τά έργα σας.

Κι' δμως ή κρίση είναι κοντά.

Μόλις επάνω άπ' τά κεφάλια σας.

Πού τά στολίζετε με κρίνα και λοφία.

Τό ύψηλον και σεμνόν της τραγωδίας Εκπέμπουν οι κινήσεις του. Κυκλοφορεί στην έρημο με σκήπτρο. Με καρτερία βλέπει τά βουνά Πού πρέπει ν' ανεβεί και τά χαντάκια

21

ΟΙ ΠΡΟΚΕΣ

Πού πρέπει να πηδήσει,

Με καρτερία σηκώνει το βάρος του.

«

Μαζί με τα πάχη σου

Μεταφέρεις παντοΰ και μια ροκάνα.

^Ηρθε το πλήρωμα του χρόνου,

Πρέπει πια να ξεδώσεις και συ.

Παράτα, ρίξε τα πάχη σου,

Σέ καρτερά ή Χάρυβδη να σε συστήσει στη Σκύλλα,

Καιρός σου πια να φαγωθείς.

Να βιαστείς, να πέσεις.

•» •»

Συμπαθείστε το σύννεφο στα μάτια του. Είναι ή βροχή του μέλλοντος, Συμπαθείστε τις ρυτίδες στα χείλη του, Είν' 6 πυρρός του λόγος. Το βήμα του μιονάχα σημειώστε Με το βάρος του φθίνοντος χρόνου, Πρόξενον και εύεργέτην άναγορεΰτε τον. Στέμμα χρυσό ρίξτε του στο κεφάλι. Εκείνος με το χέρι στο πλευρό Αναζητεί τήν πρώτη φάτνη του, Ψάχνει τ' αγάλματα. Διασχίζει το Μουσείο.

Περπατώ εις τα δάση. Τραβώ φωτογραφίες.

*

22

ΟΙ ΠΡΟΚΕΣ

Παραβιάζω την ποίηση, Τους ήχους αφουγκράζομαι, Καμι^ύω τα μάτια, Τις πέτρες ερευνώ,

Τ λ ΟΙ

α φιόια ορισκω,

Τα φωνάζω καταραμένα,

ΜόΟ δαγκώνουν τις φτέρνες.

Φεύγουν πέρα σφυρίζοντας.

Δεν λογίζω τους πρόθεση,

Δεν πιστεύω στο θαύμα,

Δεν καλώ το Φανούριο,

Πίττα δεν του ζυμώνω.

Μου βαραίνει το στήθος

Σαν εγκόλπιο επισκόπου

Ή φωτογραφική μηχανή.

« «

Στρώνεις, ξεστρώνεις το κρεβ€άτι σου, Τή σκόνη τελετουργικά άπό τα παπούτσια σου Σηκώνεις, τή ρίχνεις στο κεφάλι σου, πενθείς. Λοιπόν, ομοίασες τήν παλαιά Δια6ήκη, Τον "Ομηρο, τους πέρα χρόνους;

23

γ ΜΗ

Μια στο καρφί και μια στο πέταλο -

Ώ '^Ηφαιστε πεταλωτή με το λειψό ποδάρι,

θα λευτερώσω οΙωνο οργίλο μήνυμα να σοΟ φέρει,

Έξ'αίσιοι επίκεινται σεισμοί, Ζυγώνει ή κρίση.

4• *

Πέφτει το σούρουπο στην Όλυμπία, Κάτω άπ' τον πλάτανο διαλογίζομαι Τα της ζωής και του θανάτου.

Ή τρέχουσα ζωή στήνει παγίδες στο 6άνατο, Το ζωντανό παρόν καπηλεύεται τα περασμένα. Σημαίες υψώνει σε σπόνδυλους νεκρούς. Με προσοχή εντοπίζει τις πληγές του, Ή μήτηρ γη βιαίως ανασύρεται, Τή ρίχνουν στο ποτάμι. Εκθέτουν τον νεγ.^0 στον ήλιο.

Τήν άλλη του νομίσματος ποιος είδεν οψη, Τοΰ άλλοτε ενΒο^ου νεκρού πού τον πατούν. Ξαναπατούν, φωτογραφίζονται στο στέρνο του

25

ΟΙ ΠΡΟΚΕΣ

Και πάνε. Προσκυνητοί δήθεν και πάνσεπτοι Τούτοι οΐ κλωβοί των άναμινήσεων, Ευτράπελο χορον αρκούδας σέρνουν.

* «

Καλόγερε, πόσο πουλάς το κομ,ποσκοίνι; Ό ελεών πτω'/ΟΊ στο 6εο δίνει. Π λύνε μου τα λερά πόδια, Πανηγυρίζομε μεθαύριο τα Είσόδια.

"Εχεις, θαρρώ, υπερτιμήσει το 'θάνατο, Παγίδες σούστησε ή πεπειραμένη θλίψη σου, Ή πείρα σου είναι μια φθορά, Ό οπλισμός σου παιδικό παιχνίδι.

* «

Στην κίτρινη αμμουδιά Δαιμονίζεται ταύρος. Μάχεται το νερό, Άποσυνθέτει τις πέτρες Με τις οπλές του. Μάχεται το νερό. Δαιμονίζεται στην κίτρινη Αμμουδιά ταύρος.

Πρέπει νά βάλω κάποια τάξη στη σκέψη μου, Νά μάθω πρέπει τά φυτά με τ' 6νο{»Λ τους.

26

ΟΙ ΠΡΟΚΕΣ

Στους θάμι.νους του στοχασμού μου,

Στα κούτσουρα των δεινών μου,

Στων συγκινήσεων μ^υ τα χλοερά

'Ομοιώματα να δώσω τίτλο

Κι' έπειτα πιέζοντας το μυστικό κουμπί

Ν' αμολήσω την πυρκαϊά

Πού θα τα κάνει ολα στάχτη.

Συντομ,εύουν οι δρόμοι την απόσταση, Τα στέρεα λεωφορεία πάνε κι' έρχονται, Κόσμος πάει κι' έρχεται Πού ενθουσιάζει την απόσταση•. Πού αβίαστα μετράει την απόσταση Με το κλάμμα, μ,έ το γέλιο.

Στα κράσπεδα αρχαίας λίμνης πού ξεράθηκε

Τα μέλη της ξαπλώνει νωχελά ή Μερόπη.

Σπίτια παλιά με πιο παλιούς εξώστες,

"Αστατοι κήποι οτιου μαντεύεις κάτι σάν ομίχλη

Νά κατεβαίνει αργά, νά έπικάθηται.

Τόπος υγρός, κλίμα βαρύ, βεβαρυμένο παρελθόν,

Με μιαν υπολανθάνουσα πυρά

Π ίσω άπ' τά βλέφαρα τών ανθρώπων,

Π ίσω άπ' τά βλέφαρα του σκύλου μου

Πού τον φωνάζουν Μόγλη -

Τη μοίρα του έσχεδίασε στά πόδια μ^υ,

27

ΟΙ ΠΡΟΚΕΣ

Κάτω άπο τα γαυγίσματα των πουλιών, "Ενα πρωί, κοντά στο πηγάδι.

4> *

01 πάνδημοι έρασται

Συγκροτούν σωματείο,

Γλιστρούν, ανεβαίνουν στην επιφάνεια.

Τινάζουν τα νερά, εκτίθενται στον ήλιο.

* *

"Ενας βαθύς γκρεμός ανάμεσα μας Έκεϊ πού χ6ές ήταν το πέρασμα Δροσερού κήπου, Πάνω και κάτω στους δρόμους Ό θόρυβος.

* *

01 κορυφαίοι Μιχαήλ και Γαβριήλ

Τήν εικόνα βαστάζοντες του Χρίστου,

Ιστάμενοι δε έπι νεφέλης

Και πέρα ο "Αγιος Ιωάννης Βαπτιστής

Με πέδιλα άπό σύρμα ι^οσ\ί.θΌν

τήν ιεράν της πίστεως πινακοθήκη.

Ό εμβριθής μοναχός απολογείται Για τα άγια προσκυνήματα, Τιμόθεον, κτίτορατής μονής Πεντέλης, ^Αναφέρει εύσεβώς κι' εν συνεχεία

28

ΟΙ ΠΡΟΚΕΣ

Κροταλεΐ το τάλαντον ΚαΙ νοερώς εισβάλλουν μ,έσα μιας, Σύμ,φυτα με την ύπαρξη (/.ας, "Αλογα ζώα.

Τέκνα τοΰ Νώε,

Πού έχάσατε το πατρικό παράση•μΛ,

Πού αναρτήσατε την Κιβωτό εις το Μουσείο,

Ποιο τάλαντο θα κροτήσει για σας;

* *

"Εκραξα τ' άν6η και τα πουλιά

Ν' αποδημήσουν άπ' τ' άνθογυάλια, Να δραπετεύσουν άπ' τά κλουβιά.

* *

Οι καρέκλες στην αράδα. Πρόστυχες στην αμφίρροπη προσμονή τους, Ξεβαμμένες σάν πόρνες πού χάσανε Την πρώτη νεότητα.

« 4•

Τά ζαρκάδια φθίνουν. Στις δασώδεις περιοχές, Τις άλλοτε παρθένες, Κυκλοφορούν ίδές θηρία Τάχα ήμερωμιένα.

«

29

ΟΙ ΙΙΡΟΚΕΣ

φτέρες, φτέρες,

Άφέτε μιε να πέσω άνάμ,εσά σας,

Στις (Λελαψές σας ρίζες να μπλεχτώ.

Να πιω μ,αζί σας το πόριτζ της έρημιίας.

Φτέρες των βουνών και φτέρες τών βράχων.

Μέδουσας φοβερό τρίχωμ,α.

φτέρες, φτέρες,

Άφέτε με να κατεβώ κοντά •σας.

Στα χοϊκά σας δώματα να ξεχαστώ.

Μακριά άπ' τον άνοιχτον αγέρα.

Πού όλομεμιάς σπανίζει ενα πουλί

Με κίτρινο ράμφος φαρμακερό,

"Ετοιμο να κεντήσει την πιο τρυφερή σάρκα.

Φτέρες τών βουνών και φτέρες τών βράχων.

Τα μάτια σας, πρασινωπά, περίεργα.

Το 'έπέκεινα ατενίζουν,

01 εύθραυστοι κορμοί σας πώς ριγοΰν

Στο ξαφνικό φτερούγισμα εκείνου

Του φαρμακερού πουλιού...

Τή ρίζα σας φυλάτε μέσ' στο χώμα.

4• 4•

Έν τέλει πάλι ανακαλύπτω "Οτι κάνεις δεν με κατέβασε στον κήττο του. Κανένας εστεμμένος δεν μ' έμπασε στα ταμεία του, Μόνος μιου άπομ^^νω, με το χτύπημα το ρυθμικό Της καρδιάς μιου ακατανόητο.

30

ΟΙ ΠΡΟΚΕΣ

Φ •»

Βαρύτερη άπ' τα σίδερα ή καρδιά μ^υ,

Το πρόσωπο μου κίτρινο φλουρί,

Ή μνήμη μου καιόμενη βάτος,

Καθώς ξεφτούνε, ξεφτούνε και πέφτουν

Τα λέπια της δέησης,

01 άχερώνες παίρνουν φωτιά.

Τα κλουβιά παραμορφώνονται,

Τ' άποσιωπητικά πληθαίνουν.

4• *

Πρέπει, λοιπόν, να καρτερώ,

Να συλλογίζομαι, να επιμένω,

Στα κουρασμένα μέλη μιου να λαξεύω φτερά,

Τα ρήγματα να ισοπεδώνω.

Την πέτρα τοΰ τάφου μου κρατώντας να μειδιώ.

4• 4•

Σώσος και Σωσώ στην αργυρή προκυμαία Π ίνουνε τον καφέ. Μετά, στή «Ρέα» θά δούνε το «Νησί των Πειρασμών» Και τά επίκαιρα τών τελευταίων σεισμών.

4• 4•

Στις αγριάδες φυτρώνουν άν6η. Σκαρφαλώνεις νά τά βρεις Σωριασμένα, περίφοβα. Μακριά άπ' τον κόσμο.

31

ΟΙ προκΕΐ:

Απλώνεις χέρι να τα κόψεις, Μαραίνονται παρευθύς, Τινάζουν τα πέταλα, Γέρνουν οι (ΛΪσχοι, Ματώνουνε τα δάχτυλα σου.

* «

01 γΟπες, πουλιά σαρκοβόρα, Τι θέλουν πάνω στα φΰλλα; Ασκούνται σε μ,ιάν άλλη• δίαιτα, Γυμινάζονται σε νέα πεδία. Φιλοδοξούν να γίνουν έντριβείς Νέων πραγμ,άτων.

«• «•

Στο Μουσείο του Βόλου Αγγείο λαϊκό μ,' έπιγραφήν έπι τα λαία: «Φιλέταιρος μ.' έ'δωκεν Νικύλω», Εύγλωττα εις τον Ίπισκέπτην ομιλεί. Ανασυνδέει τους χρόνους.

Χάρισμα φαίνεται πώς ήταν Το μικροσκοπικόν αυτό αγγείο Οπως περίπου ή στάμνα της Δορκάδος, "Οπως τα χαμαικέρασα της χωρικής Πού τα χαρίζει μ' δλο το σακκούλι Για την ψυχή των πεθαμένων της.

« «•

32

ΟΙ ΠΡΟΚΕΣ

Το μι.ήλο το κόκκινο σαπίζει στο χώμ,α,

Παθαίνει καταστροφή,

Μιμ,όζα ή αίσχυντηλή την έντροπή παραίτησε,

Στο φοϋρνο μιπήκε.

Πάνω στο μνήμα τους ρίχνεις άσβεστη,

Υψώνεις το πρόσωπο.

* *

Ό άνεμος μαραίνει τους αγρούς, Τον λένε λίβα. Ξεριζώνει τα δέντρα. Μετακινεί τα σπιτικά, Θαλασσώνει τα ποτάμια. Αποφασίζει για τα κύματα. Εκτελεί τα καλαμπόκια, 'Οργιάζει μέσα μου. Μοιάζει με ξωτικό πουλί.

33

δ'.

ΜΟΝΑΝ

Κανένα ύπερδιαστημικο ταξίδι Δε μου σπάσει αύτο το στρείδι Πού 'χω κραμμένο μέσ' στο στήθος - Γήϊνο έχει και το σύμπαν ή6ος.

Στον Κρόνο θέ να €ρώ τον καννιβαλισμό,

Στην Αφροδίτη τον φθηνό έρωτισμιό,

Στο Δία ενα μάτσο άπλυτα γένεια

Και στη σελήννη τη θεία μου την Ιφιγένεια.

Το διαστημόπλοιο μακριά θέ να με πάρει Μα γύρω μου παθητικά θά κρώζουν γλάροι, Τη θάλασσα θά γλύφει ο έρμος βράχος Κι' εγώ θά νιώθω πάλι έτσι μονάχος.

•»

Πίσω άπ' το δέρμα μ^υ σάν κάτι νά συμβαίνει,

Γι' αύτο θολώνει 6 ουρανός

Κι' απογυμνώνονται οΐ φωλιές του τυφλοπόντικα

Πού σκάβει τις φιλόπονες σύραγγες

Μέρα και νύχτα.

35

ΟΙ ΠΡΟΚΕΣ

Π(σω άπ' το δέρμι,α μιου κυμαίνονται ιτουλιά, Φτερά και πτήσεις, οιαστήμ,ατα, πεταλούδες, Σκορπιοί και πλοία του βυθοΰ.

« «

Σιρόπι για την πίττα. Μια κάθε χρόνο, χρέος Προς τους νεκρούς.

« «

τα ποδήλατα της ανάγκης, Τις αποστάσεις συνοψίζουν μ,ε μ^χθο, Την ομορφιά βαστάζουν εν κινήσει. Τά βάναυσα δεν αγαπώ μιοτοσακκο Στην εκκωφαντική τους στατικότητα, Με 'θέλγουν δμιως τά ποδήλατα Τά ιστιοφόρα της ξηράς ποδήλατα Με τους ωραίους έλικες των ποδών, Τά εύστροφα πεντάλ της κί^]σης. Τά δωρικά ποδήλατα αγαπώ.

Τον παλαιό καιρό, τον καιρό της σφεντόνας. Οι άνθρωποι κούρσευαν τά δάση, "Εριχναν ανενδοίαστα τά δέντρα, Κυνηγούσαν τις νύμφες. Τ' αμάξια πετούσαν χαμηλά, Ησαν πιστά κι' ελπιδοφόρα, Τά φωνήεντα τηρούσαν τη δροσιά τους, Τά σύμφωνα την καρτερία τους.

36

ΟΙ ΠΡΟΚΕΣ

* *

Ή οικογένεια Χωραφά

Ξεκινά για το περιβόλι,

Ό πατέρας, ή μ,ητέρα, τα παιδιά.

Εμπνέουν όλοι τους ελπίδες,

Στηρίζουν το μέλλον,

Το μέλλον της ταλαίπωρου φυλής

Κι' εις πείσμα των πολλών ενδόξου.

* «

Ό νεωκόρος της Αγίας Ζώνης

Τερμάτισε τη ζωή του.

Τα καντήλια της εκκλησίας

"Εμειναν σ€υστά.

Το "Αγιο Πνεύμα ύπέστειλε τα φτερά του

Και κούρνιασε γεμάτο περίσκεψη

ατω απ τον αμοωνα. Ό νεωκόρος της Αγίας Ζώνης Τερμάτισε τη ζωή του. Τα καντήλια της εκκλησίας "Εμμειναν σβυστά, Πνίξανε τα σκοτάδια το ναό, Βγήκανε μέχρι έ'ζω στο προαύλιο.

Φ

Πεσσονομεΐ και κατακεραυνώνει Ό "Υπατος τα σκυθρωπά κεφάλια σας, Ρίχνει φωτιά, καίει τα σπάρτα, Χωνεύει το φτερό στην πέτρα.

37

Οϊ ΠΡΟΚΕΣ

Πήζει την (^.αραμιένην οψη σας Σε καύκαλο χελώνας,

Σαπίζει τους παράλογους βλαστούς σας,

Τα σωθικά σας παραλύει,

Τ' αμαρτωλά σας μ,άτια ψεκάζει

Με ντι ντι τί.

* *

Ψιλή βροχή στα μάρμαρα των Δελφών

Και Ίοϋτο το κενό στο βήμα Πού ανατρέχει στο ναο του Απόλλωνος, Διαβαίνει το θέατρο και καταλήγει στο στάδιο, "Ερημο, με τις κρωξιές κάποιων πουλιών επάνω. Με τις κρυσταλλωμένες αναμνήσεις Δρόμων και θηλών πού έστείρευσαν. «Ούκέτι Φοΐ€ος έχει καλύβην», Άραχωβίτικα υφαντά ζώνουν το χώρο,

σεβάσμια Αγάπη

Πού κατοικείς πεισματικά στά ό'ρη,

Τά ό'ρη, τά ψηλά βουνά με τ' ακατάλυτα χιόνια,

"Ενα σμήνος πουλιά με πήλινα,

Άλαλάζοντα ράμφη

Στους πρόποδες σου μ' έχει καθηλώσει,

Νά σ' αγναντεύω ψηλά, τήν απρόσιτη.

* *

'Ε}κείνος πέθανε με θάνατον οικτρό,

Ό χρόνος έ'δειξε τά τρομερά του σπλάχνα.

38

ΟΙ ΠΡΟΚΕΣ

Και τώρα αν μοϋναι να φθαρώ, ας φΟαροο,

Με τη σειρά μου ας πέσω.

4• 4•

Πρέπει να σ' άγαποΰν οι ευθείς Και να σ' αναγνωρίζουν, Τρισδιάστατο τέρας, ώ Γη, Με τα μ,εγάλα φωτεινά μάτια. Είτε στον ήσκιο κάθεσαι Ροκανίζοντας τη μοιραία τροφή σου. Είτε γονατίζεις την έρημο Με τα μεγάλα σου μπράτσα, "Ιδια μένεις κι' απαράλλαχτη Στη θαυμαστή σου αφέλεια. Τη σοφή σου νοικοκυροσύνη. Τρισδιάστατο μεγάλο τέρας Πού σαγηνεύεις τους ευθείς Κάποιαν εύτυχισμένην ώρα.

* *

Ξυπνώ και πάνω άπ' το κεφάλι μου

Κρέμονται ξίφη.

Ξυπνώ και βλέπω τον αέρα

Να σηκώνεται.

Ξυπνώ και παίρνει ο αέρας τα βουνά,

Παίρνει και μένα.

« *

39

ΟΙ ΠΡΟΚΕΣ

Ψιλή βροχή στα χώματα τοΰ Νέστορος. Το μ,υθικο παλάτι υποτάσσεται πειθήνια Στο σωτήριο άλεξίβροχο κάλυμμα.

Η βασική οικιακή οικονομία, Ή πολυτέλεια τοΰ λουτροΰ, Οι μύριοι άσκοι τοΰ οίνου Πού επιμελώς φυλάσσονται, "Αν και κενοί, στο Μουσείο της Χώρας, ίο ογυρον τοΰ τόπου, το ζεΰγος Πού μοΰ κάνει συντροφιά Με τα νεστόρεια προ-βλήματα -

Ήρθε προδήλως να συμβουλευτεί το Γέρο Νέστορα, Εκείνος κάνει πώς δεν βλέπει, Κινεί τήν κάρα με συναίνεση, Δαπλώνει ηδονικά στον τάφο του. Βαστάει καλά τον τίτλο τοΰ σοφοΰ.

4• Φ

"^Ω Μαρία, πολύχρηστον όνομα. Λέω νά γράψω τ' 6νομ.(χ σου σ' όλους τους τοίχους, Νά ποικίλω τον τίτλο σου Μ' αστερίσκους και βέλη. "Οπου κήπος και σύ, ο κάλο σου το χέρι, "Οπου τάφος και σύ, Το καντήλι σου.

Οταν κάτι πεθάνει μόνιμη θέση δόστε του, ον τάφο ή το Μουσείο,

40

ΟΙ ΠΡΟΚΕΣ

Τά έλατα χαρίστε του ή τα πεΰκα, Τον "Αη Δημ,ήτρη ή τον "Αη Μηνά, Την Κλυταιμνήστρα ή την Ήλεκτρα.

* *

01 λέξεις έχουνε δικό τους νόημα, "Εχουν δική τους ύπαρξη, Μυρμηγκιάζουν τριγύρω μου, Τρυπούν τον εγκέφαλο μου, Λέξεις και πάλι λέξεις.

* *

Θάλεγες πώς άνθισε το παντοπωλείο

Και τά ποικίλα τρόφιμα πίσω άπό τις βιτρίνες

Πήραν αέρα κι' άνθισεν ή ζωή μέσα τους -

"Εντομα και κουνούπια ένα πλήθος.

Το μέχρι χθες κοινότατο μπακάλικο

Κατήντησε ποιητικό.

Μπορεί να φύγει κι' άπ' τή θέση του.

Κλέφτες να μπουν, να το λεηλατήσουν.

Να φυγαδεύσουνε τά τρόφιμα

Σε μακρινές απάτητες σπηλιές.

Ό παντοπώλης βέβαια θά μείνει στις παλιές του

Θά σηκώσει τά χέρια, [ιδέες,

Θά θεωρήσει εαυτόν χαμένον.

* *

Τώρα πού μπήκε στή μέση ή θάλασσα Αισθόνομαι πολύ το πράο νησί

41

ΟΙ ΠΡΟΚΕΣ

Μέ τα μ,ικρά, ήσυχα πάθη,

Τις στενές εκκλησιές,

Τη μ,υθική φυσιογνωμία.

Ή Σκΰρος μ,ένει ακόμα

"Ενα άπ' τα πιο σεμνά μέρη τοΰ έπους,

Δέν υποψιάζεται τον ξένο,

Αγνοεί τον Μπρούκ.

Και τώρα πάρε τον κουβά και τη μικρή σκαπάνη

Και γίνε σκαπανεύς.

Να κι' ή αμμουδιά, να και ή θάλασσα.

Να κι' ή πασίχαρη άμιλλα τους.

42

ε .

ΟΨΙΝ

Ή συνθήκη των λέξεων Είν' οπωσδήποτε πικρή μαθητεία, Σπ(6α πού βγήκε άπ' το σκοτάδι, Παίδι της λάμιας τοΰ γυαλοΰ, Κακό στοιχειό.

Τ' άκουγα ν' ανεβαίνει υπόκωφα από μ;^σα μου, Μονάχα μια φωνή ξεχώριζα: Λεγεών.

Και τώρα μ^υναι αδύνατο ν' άναχωρήσιο, Ή ώρα δεν σηκώνει τή φυγή, θα μείνω, θα υποστώ τή Σύναξη, "Ωσπου σαν ήχος πάνω σε τύμπανο θα ξεψυχήσω.

Μια κιθάρα παίζει.

Χορεύουν τα ερπετά.

Πολύχρονο κρασί, ζεστό

Κυλά βαθιά μέσ' στά λαρύγγια τους.

Λιώνουν οι παγετοί.

43

ΟΙ ΠΡΟΚΕΣ

4. 4•

Ανεβαίνω στο ορός Σινά,

Το θεοβάδιστον ορός,

Των αδίκως φονευθέντων

Τεσσαράκοντα πατέρων

Αιτώ με πείσμια την ευλογία.

Τις πέτρες αποκαθιστώ με ορμή,

Στηρίζω τις λιπόψυχες πόρτες.

Εγκαταλείπομαι στο ρημαγμένο παρεκκλήσι,

Ευμέγεθες κερί ανάβω.

Ζωή παλεύω να εμφυσήσω

Στα παγωμένα μ,έλη της 'Οκτώηχου.

Κι' είδα με τρόμ^ να σπάζει ο κύκλος

Και μερικές άπ' τις ακτίνες του

Αίματωμένες να τραβούν

Για τή σαθρή περιφέρεια.

Να τήν συντρίβουν κι' έ'ξω να ξεσπούν,

"Οπως τινάζεται μέσα άπ' το χώμα το νερό

Σέρνοντας πάνω του τα σκοτεινά ορυκτέλαια.

Το μ,αυρο και το άσπρο της ζωής με κατατρέχει, "Οπου βρεθώ κι' οτζου στα6ώ ή μαύρη νυχτερίδα Μοΰ ξεδιπλώνει νευρικά το γκρίζο στέρνο της.

«

ΟΙ ΠΡΟΚΕΣ

Μια παναγία στο λεωφορείο

Δεν είναι κάτι το σύνηθες.

Γι' αύτο κι' οι καθη'μ.ερινές συνήθειες

Ανατρέπονται, τ' άμιάξι μπαίνει στο Μουσείο,

Πλένεται έπιμ,ελώς, ξεπλένεται,

Γήϊνο σκεΰος μα εκλεκτό.

Πού λάμπει, πού θυμίζει.

Πού τόσο αισίως έπεράτωσε τη δράση του,

Ένώ εκείνοι πού την είδαν.

Την Παναγία Φανερωμένη,

' λχοΚου^ύνε τη ζωή τους.

Την ανάμνηση θάβουνε μέσα τους,

Πατιούνται στα λεωφορεία.

Τοΰτα τα ξηρά άνθη είναι δικά σου πλάσματα. Ισορροπία των αισθήσεων, Ή λογική της ειμαρμένης. ι!/θω 6ρισκει το φιοι την ουρά του, 'Εδώ αλλάζει το στεγνό σαρκίο του Στην πέτρα, εδώ ξανακυλά παρθένο το αίμα. Σε τοΰτα τ' άνθη τα ξηρά πού μόνος σου έπλασες, Σεμνός ως πάντα και διακαής.

Δημόσιος €ίος και ιδιωτικός. Άπό το λατινοπρεπές φόρουμ Στ' απόκρυφα της βίλλας Των αδελφών Βίκτι,

45

ΟΙ ΠΡΟΚΕ£

θεοι και φαΰνοι σε μ-ιά τυπική συνύπαρξη. Ό αδόκητος Βάνατος πού άφηρωποιεί Την καθημερινή ζωή μ,έ τή ρουτίνα της, Με το μακάβριο απολίθωμα του σκύλου Στον τελικό σπασμό.

Κάτι σαν ελαφρό νυγμό

Μ' άφίνουν πάντα οΐ συναντήσεις.

θεέ μιου, δύσκολοι ειν' οι δρόμοι σου,

Κι' δμιως τους βγάζουμε έτσι απλά,

Τα τέρματα είναι μακρινά

Κι' δμως τα φτάνουμε στην ώρα τους,

Τοΰτο μονάχα το νυγμιό κληροδοτείς.

Σημείο αντιλεγόμενο,

Δάγκωμα σκνίπας ή άγγιγμα άπ' το άλλο χέρι;

«

Ή θεοτό-κος αποθνήσκει αισίως Φρουρούμενη άπ' τους δυο γενναίους Γεώργιον και Δημήτριον.

Ό νέος των ένδεκα ετών

Πού σκούπιζε το ιερόν

Της «Κοιμήσεως» Μακρινίτσης -

Χωρίον του Πηλίου ονομαστό.

Κατείχε βέβαια τά τοΟ κτίσματος

Στο νόμιμο βαθμό

Κι' άκοπα μ' έμπασε στους «"Αγιους Πάντες»,

46

ΟΙ ΠΡΟΚΕΣ

Μικρό πιο πέρα παρεκκλήσι,

"Οπου και το κρυφό σχολείο λειτούργησε

Στα δίσεχτα χρόνια της δουλείας.

Με προφοράν ολί-γον τι βεβαρυμένη

Μου μ,ίλησε και για τα πά6η,

'Ε^μ,νήσθη και τοΰ τελευταίου σεισμού

Πού κατερράκωσε τον κεντρικό ναό,

"Αθικτο ωστόσο άφίνοντας το ιερό.

Το ιερό πού τόσο επιμελώς προλίγου έσκούπιζε

Το ευσεβές παίδι της Μακρινίτσης.

Ό Μωϋσης, ώς λέγουν αΐ Γραφαί, Πρόσταξε τα νερά κι' εκείνα έστάθησαν. Μα κι' αν έστάθησαν τί. Τι κι' αν ακόμα μαρμαρώσουν;

Το φραγκόσυκο θα ρεύει πάντα στη λιακάδα, Ή άλεποΰ θα ορέγεται τις όρνιθες Κι' 6 αετός, εκείνος ό Δικέφαλος, Νιώθοντας άβολα στα ουράνια τόξα, θα κατεβαίνει χαμηλά ζητώντας άνεση.

Οι αγώνες δεν εξέλιπαν στην Ιερή 'Ολυμπία, Συμπλέκονται και περιπλέκονται Χωρίς Ελλανοδίκες, μέσα στά σκίνα. Κοντά στο Κρόνιο, κάτω στον Αλφειό, 01 μέρες βιάζονται και σκοντάφτουν ραθυμουν όπως οι σαΰρες,

47

ΟΙ ΠΡΟΚΕΣ

Στα σεβάσμ,ια κτίσματα,

Πάνω άπ' τα σιωπηλά ρείθρα.

Οι πέτρες απελπίζονται στα ξένα βήματα,

Βαρύαχθη ασθμαίνει ή περιπέτεια

Των νωπών αισθημάτων στα χώματα.

Ή Όλαμπία εκθέτει τις σάρκες της

Σ' ενα καινούριο αίμα

Πού δεν θηρεύει πια τον κότινο.

Τη δάφνη, τις ιαχές των θεατών.

Κάποιος κουρδίζει ενα ρολοϊ στη σιγή. Τριγμός ξηρός κι' έπίμιονος εκβιάζει Την έ'σω μου πραγματικότητα. Ή παρουσία αύτου του ρολογιού Ρίχνει μια πέτρα μέσα στη συνέχεια, Τροφοδοτεί τον έπερχόμενον εχθρό.

*

Ακαταλόγιστο πρωινό

Μέσα από τους κρατήρες της νύχτας, Βλοσυρό πρωινό σ' έναν άδειο καθρέφτη Με την Ιστορία αναθεωρημένη. Τη θάλασσα ξαναχυμένη στό ίδιο καλούπι.

4• 4•

Ή τρίωρη πορεία μέσ' στ' αμπέλια

Με τους νάνους κορμούς τών σταφυλών,

48

ΟΙ ΠΡΟΚΕΣ

Τους επικίνδυνους χειμ,άρρους

Πού μας σώριασαν στη βορεινή πλευρά της Μονής

Κι' έπειτα το λουκούμι, το νερό,

Ή πληβεία ταπεινοφροσύνη τοΰ Δαυίδ,

Το σαρακοστιανό χταπόδι του Αμβρόσιου,

Ό 6•γ-κος του πατρός οικονόμου.

Το βύθισμα τοΰ Αντώνιου στη σιωπή,

Ό άγιος Ηγούμενος πού πάει σχολείο ακόμη,

Ή βίβλος των επισκεπτών οπο\>

«Ίεράν συγκίνησιν αισθάνομαι»,

Ή μάλλον πενιχρά βιβλιοθήκη

Με τις γριφώδεις γιά τους μοναχούς φυλλάδες

Και τέλος ή θέα προς τά δίδυμα πιάτα της Μεσση-

Κοντά στην κεφαλή της Ιθώμης [νίας,

"Οπου και το Καθολικόν της Μονής.

* «

Πέρα άπ' τήν αποβάθρα των χαιρετισμών

Τά βαλσαμωμένα φερσίματα στην κουπαστή τοΰ Πάνω από τά ποικίλα βάθη τοΰ νεροΰ, \_πλοίοΌ

Στή γνώριμη Μεσόγειο, Με τήν αδίστακτη ορχήστρα.

Σικελία με τους χάλκινους λόφους, Νάπολι με τ' απόκρημνα μπαλκόνια Και τις σημαίες των άσπρόρουχων. Νεκρή Πομπηία πού άγόγγυστα δέχεσαι "Ολο και νέα στίφη νεκρών Στο πυρίχειο στήθος σου.

49

ΟΙ ΠΡΟΚΕΣ

Το έξημ.ερω|ΐ,ένο πλήρωμα

Με τις καταπνιγμ,ένες ανταρσίες

Κι' δλος αύτος 6 κόσμιος πού 'χει μάθει

Να στηρίζει την πλάτη του στην καρέκλα Και ν' ανασαίνει το δεδικασμένο.

Φόβος κάνεις μήπως οι σκάλες Στρωθούν αιφνίδια με μαγικά χαλιά

τρέξει υγρό, πειρατικό μολύβι στά φινιστρίνια - Ή καπετάνισσα δε θά το σκάσει με το Μούτσο. Φόβος κάνεις μέσ' στο μεγάλο ωκεανό Με τά χαμηλά υγρά σύννεφα.

* *

Πάλι ή ατμόσφαιρα τοΰ δράματος Πάνω άπ' τους πράσινους βράχους, Κύματα δέντρων και χλόης Στη ράχη της σκληρής πέτρας.

Στά βαθμοφόρα κτίσματα του Νέου Κάστρου

Και στην απέναντι υψηλή δημοσιά

Με τά φευγαλέα περάσματα των οχημάτων

Πού στο κΰτος των, ώς άλλος Ίωνάς,

Συμπληρώνουν τήν ποινή των οι θνητοί

Κι' ο έρως γέρο πατριάρχης με τή σοφή του τήβεννο,

Κατάχαμα απλωμένη, πάνω στά χαλίκια,

Κοντά στή 6άλασσα, το βράδυ.

* *

50

ΟΙ ΠΡΟΚΕΣ

01 καιροί βαδίζουν χέρι χέρι, Σηκώνουν βάρη αθλητικά, Παίρνουν άμ-ττάριζα και βγαίνουν. Βροχή και χιόνι και λιακάδα

Κι' ο κύκλος πάλι τελειουται, Στο γιαπωνέζικο περίγλυφο κουτί Με τις αρχέγονες παραστάσεις, Στο δέρμα πού λειαίνει ή φωτιά. Στην δράση πού ομοιώνει και διακρίνει Μέσα από φΰλλα, θύσαννους φύλλων.

"Οσο κι' αν γίνονται οι καρποί στις θήκες τους,

"Οσο κι' αν τρέχει τό νερό στ' αυλάκι.

Μια νύχτα σέρνεται πάνω στή μέρα μιου,

'Όλο και τήν καταβροχθίζει.

Γι' αυτό κι' εγώ. Σαρακοστή,

Στον τράχηλο σου 6' άκκουμπήσω

Ανάμεσα στα στήθη σου να κοιμηθώ

Κι' ας εγερθεί 6 Βορράς,

"Ας βρυχηθεί ο Νότος,

"Ας δεκατίσουν τα καράβια μου,

Έγώ θα θάψω τό νεκρό στην ώρα του

Και θα τόν αναστήσω.

51

Ε π Ι Μ Ε τ Ρ Ο

•» 4•

Αυτοπροσωπογραφία

Αλλοδαπός υπήρξα πάντοτε,

ΟεΓ&οίηέ, και μ.έ ελληνισμό

Και με λατινισμό, αΊαΖοχος

Π ιθανών κινημάτων,

Όμογάλακτος της άλκυόνης,

Άποδημητής και φυγάς,

Πιστός της ΙηΙυίΐίοη,

Πάντα πίσω άπ' το πραγματικώτερο.

Με τα πόδια στο κενό,

Συγκινημένος, αιχμάλωτος,

Είκονοκλάστης λάτρης των εικόνων,

Ό πλέον ανίσχυρος των ανθρώπων,

Ό έσαει διαθλούμενος

Άπό ποικίλα πρίσματα,

Ό αυτοκέφαλος και περιπατητής,

Ό λογικός της ειμαρμένης.

53

Σημείωμα

Τις ΠΡΟΚΕΣ γειρόγραφες και δη μόνον μερι- κώς έδιάβασαν φίλοι τινές τοΰ συγγραφέως λογο- τέχναι. Άπο αυτούς ο Τ. Παπατσώνης έγραψε τον

Μάιο τοΰ 67:

«...Σιτάνια μακρόπνοο ποίημα μπορεί, στην επο- χή μας, να κρατηθή στη λυρική έξαρση πού απαι- τείται. Αυτό το κατορθώνετε, μέ τον λαμπρότερο τρόπο. Και ή μορφή του είναι ιδιότυπη και αισθητι- κά άρτια, αλλά και ή μεταφυσική του συγκίνηση κρατιέται αδιάπτωτη, μέ εναλλαγές πού αποτελούν α.•^οΒο και πρόοδο. Αρμονικά μέ την μυστική διάθεση πού σκεπάζει τις μνήμες έ'ρχονται οι αλληλοδιάδο- χες αποστροφές σας γιά τήν Πύλο - γιά τήν επηρ- μένη μόνωση μας - γιά τά αρτοποιεία, πού παίρνουν τις διαστάσεις της Βηθλεέμ, πόλης τοΰ "Αρτου και των λόγων τοΰ Χρίστου - «Έγώ ειμί ο άρτος 6 ζών» - τήν καθοσίωση των λεωφορείων - τήν εικόνα τοΰ εστιατορίου - και τήν πραγματικά υπέροχη τελική κατάληξη τοΰ θανάτου, ύστερα από μιαν αξιοποίηση της δημιουργίας οπού «Τά πάντα καλά λίαν». ...Δεν μΛΰ λέτε πόσα θά είναι τά "Ασματα πού λογαριά- ζετε, αν δμως συνεχιστή στον ίδιο τόνο το «"Επος»

54

ΟΙ ΠΡΟΚΕΣ

σας, με την απαιτούμενη συνεχή άνο^ο, δηλαδή με €Γ€8ς€ηάο συγκίνηση και έζαρση, να είσθε βέ- βαιος πώς θα περατώσετε ένα αξιόλογο έργο. Για ό- νομα τοϋ θεοϋ, μη σταματήσετε στη μέση. Το βλέ- πω και Αγγλικά μεταφρασμένο να αποδίδεται πολύ ωραία. Άλλ' ή Ελληνική μορφή του δέν παρουσιά- ζει κανένα φεγάδι. Αντίθετα πλουταίνει τήν ποίη- ση μας, '^Οσο για τον τίτλο, με ξενίζει κάπως. Μήπως ΚΑΡΦΙΑ θα ήταν υποβλητικώτερο; Φυσι- κά δέν ξέρω ολόκληρο το σχέδιο σας τοϋ συνόλου».

Δυο μήνες αργότερα 6 Ν. Καρούζος;

«..."Εχεις προχωρήσει στην ποιητική σου και με πολλήν, αλήθεια, ειλικρίνεια και συνείδηση λόγου κρυσταλλώνεις ιδέες λυρικές, εμπνεύσεις, καϋμους, αγάπες. Είναι πού σήμερα ή αλήθεια των στίχων «01 σκύλοι αλέθουν το κριθάρι /Γυρνούν οι γάτες το λιθάρι...» παίρνει διαστάσεις απροσδόκητες. Είσαι παντού πρεπούμενα λυρικός, έ'γεις ολοϋ^ε προσηλω- θεί στην ουσία. Και τούτο μοΰ αρέσει, επειδή νομίζω πώς ή πρώτη καί, βέβαια, έ'σχατη αρετή τοϋ εκλε- κτού πνεύματος, ήτοι τοϋ ποιητή, πρέπει νά ορίζεται ως ένθερμη τάση προς τήν ουσία. «Πολλά τά ωραία πράγματα του κόσμου τούτου». Ναί. Και πιστώνουν τή φωνή μας, ολόγυρα, γιά τήν έκφραση. Σοΰ εύχο- μαι σύντομα νά δημοσιεύσεις τή γνήσια δουλειά τής καρδιάς σου, το 'Ασμα, πού είχες τή θύμηση νά μου στείλεις. Εξοφλείς τά «ωραία πράγματα» και πάν- τα θά τά εξοφλείς, αληθινός ποιητής καθώς είσαι. Και πάντα θά τά εξοφλείς ως το θάνατο, τήν ώρα τή μεγάλη, τήν ώρα τή μικρή»,

55

ΟΙ ΠΡΟΚΕΣ

Ό Ν. Καχτίτσης, σε αλλεπάλληλες επιστολές: «...Σπεύδω να σας γράψω, με ένθουσιασμ.0 πού υπερβαίνει τα συνηθισμένα όρια, για να σας πω οτι ή ποίηση σας αύτη κυριολεκτικά με έκανε εξω φρε- νών άπο την απόλαυση... Με συγκινεί ιδιαιτέρως το αυστηρά προσωπικό ύφος σας. Άλλα δεν θά με συγ- κινούσε τόσο αν το ύφος δεν συνοδευόταν από άφθο- να ποιητικά στοιχεία πού «κάτι» έκαναν μέσα \β^ου. Παρατηρώ, προς ιδιαίτερη γαρά μου, ότι ή κάθε λέ- ξη σας, ακόμα και ή παραμικρή, θυμίζει, κατά κά- ποιον τρόπο, ολόκληρη την οικουμένη... Βρίσκω άχα- ρο και άντιποιητικό τον τίτλο σας ΟΙ ΠΡΟΚΕΣ. Αυστηρά προσωπική γνώμη αύτή.' Άπό καθαρά ποι- ητικής πλευράς, αμφιβάλλω αν υπήρξε τίποτα πού να με ενόχλησε στο αριστούργημα αυτό ποιήσεως... Εκείνο τό «καλβικό» πού έχετε με συντρίβει άπό την απόλαυση, άλλα δεν είναι μίμηση - είναι κάτι τό ξεχωριστά δικό σας... Τό δεύτερο κύμα τοΰ ποιή- ματος σας η,ρθε γιά νά επικυρώσει τις εντυπώσεις

1. Αργότερα έ Ν. Καχτίτσης ομολόγησε οτι ό τίτλος ΟΙ ΠΡΟΚΕΣ ειγ,ε πάψει νά τον ενοχλεί. Γιά τον τίτλον αύτον ό ποιητής λέγει πώς δεν ευ- θύνεται εντελώς προσωπικά: τοΰ επεβλήθη χάπως έχ τών άνω, σάν σε όρα- μα. Αγναντεύοντας μιαν ωραία πρωία τοΰ 65 τον χαθρέπτη μιας άπο τις α- μέτρητες λίμνες τοΰ Βορείου "Οντάριο, είδε ξαφνιχά τους στίχους του νά παίρ- νουν τή μΛρφή μαργαριταριών χαΐ άλλων πολυτίμων λίθων όιαφορων χρωμΛ- των, χαΐ σχημάτων, το δε όλον αΰτο νά πλαισιώνεται άπο τή λέξη ΠΡΟ- ΚΕΣ. Έχ τών υστέρων νομίζει δτι ή οπτασία έχει τοϋτο το νόημα: Οι στί- χοι αύτοΙ είναι ο,τι πολυτιμιώτερο έχει ό ίδιος χΓ ίσως με τον χαιρο χΓ άλλοι συνάνθρωποί του άναχαλύψουν έχειμέσα χοιτάσματα χρυσού χαΐ αργύρου, ο- μως μέσα στην απύθμενη σαχχούλα της αίωνιότΐί)τος χαΐ πέρα άπ' τά περί- εργα γυρίσματα της "Ιστορίας μπορεί, μ' ολα συλλήβδην τά τής τέχνης, νά μή βαραίνουν περισσότερο άπο 'να μάτσο πρόχες.

56

ΟΙ ΠΡΟΚΕΣ

πού είχα για το πρώτο. ^ Χτες το βράδι διάβασα και ξαναδιάβασα το δεύτερο αύτο μέρος και με έκανε ιδι- αιτέρως έξω φρενών ή εισαγωγοϋλα, άπο την οποία κυριολεκτικά ρέει μέλι και άμβρο-σία. Εκείνο το - ας το ονομάσω - «τσαχπίνικο» ύφος πού διατηρεί 6 στί- χος με 6έλγει ιδιαιτέρως, και υπάρχει ή Ί'δια πνοή σε δλο το εως τώρα έργο αυτό... Εκείνο πού με εν- τυπωσιάζει ιδιαιτέρως μάλλον με αγαλλιάζει) στο ποίημα σας είναι οτι άπο το λυρισμό βρισκόσα- στε ξαφνικά στην πεζολογία, κατόπι στο ρομαντι- σμό, ύστερα στο σαρκασμό, κλπ., και ολα αυτά με προσωπικότατο ύφος. Άλλα το κυριότερο: δτι έχετε πολύ εκλεπτυσμένη ευαισθησία, ή οποία είναι ή με- γαλύτερη άπο δλες αρετή σας, και γ.ωρις τήν οποία εύαισ'θησία δεν ξέρω πώς μπορούμε ν' αποκαλέσουμε έναν συγγραφέα - πάντως οχι καλλιτέχνη... Τά βλέ- πετε τά πράγματα άπο κάποιο ψηλό σημείο, σάν γνήσιος νίδΐοπΕΓγ...»

2. Το δεύτερο αύτο κΰμ,α είναι στη πραγμΛΤίχότητα το τρίτο μέρος με τον τίτλο ΜΗ.

57

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΝΙΨΟΝ 7

ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ 17

ΜΗ 25

ΜΟΝΑΝ 35

ΟΨΙΝ 43

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Αυτοπροσωπογραφία 53

Στ,μείωμα 54

Μ^ξ^^^^ΜΜ

Το βιβλίο τοΟτο,

ΟΙ ΠΡΟΚΕΣ

ποίημα σε πέντε μέρη,

στοιχειοθετήθηκε και τυπώθηκε

το Μάη του 1968

σε 500 αντίτυπα στα πιεστήρια του «Έλληνο-Καναδικοΰ Βήματος»,

Μοντρεάλη.

ι:^^Μ^\

[Άπο γράμμα τοΰ συγγραφέα προς τον εκδότη]

«...Την αναφορά στην έκδοση, κλπ., θα την ήθελα πιο θερμή, π.χ. : Ή έκδοση τούτη οφείλεται κατά μέγα μέρος στο ζήλο και τήν επιμέλεια τοΰ Νίκου Καχτίτση, τον οποίον ο συγγραφέας θερμώς ευχαρι- στεί, κλπ. "Εχεις καμμιά καλή ιδέα πώς και που θά μπορούσε νά μπει κάτι τέτοιο;»

"Ολα τα στολίδια τοΰ βιβλίου

είναι άπο την Ιδιωτική συλλογή

τοΰ «Λωτοφάγου»

ΣΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΛΩΤΟΦΑΓΟΣ»

Νίκου Καχτίτση: «Ό 'Ήρωας της Γάνδης»,

μυθιστόρημα,

Μοντρεάλη, 1967